Δεν μπορώ να ξανακάνω μετακόμιση. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να αγγίξω καν τις κούτες. Ούτε να τις σύρω, όχι απλά να τις κουβαλήσω. Και το ξέρω ότι είμαι τελείως απαράδεκτη που δεν βοηθάω. Το ξέρω. Αλλά δεν μπορώ. Εγώ με τις μετακομίσεις τελείωσα. Η μόνη λύση είναι να βρω πολλά λεφτά, όσα χρειάζονται για εκείνες τις φοβερές εταιρίες μετακομίσεων, εκείνες τις μαγικές εταιρείες μετακομίσεων που μπαίνουν στο σπίτι σου όταν εσύ λείπεις, εγώ τουλάχιστον θέλω να λείπω, δεν έχω καμία διάθεση και καμία αντοχή να δω αυτό το χειρουργικό θέαμα, μπαίνουν μέσα στο σπίτι, υποθέτω σαν χειρούργοι, στα λευκά, αποστειρωμένοι, αόρατοι, εξωγήινοι, εξωπραγματικοί τελοσπάντων και κάνουν ένα σπίτι κομματάκι κομματάκι, βίδες, και το χωρούν σε ένα φορτηγό, μαζί με οδηγίες χρήσης, οδηγίες ξανασυναρμολόγησης, και το μεταφέρουν σε ένα καινούριο σπίτι, αδειάζουν το φορτηγό, και τα ξανατοποθετούν όλα στη θέση τους, όλα, εντελώς όλα, δηλαδή φωτογραφικά, με το βιβλίο δίπλα στο κομοδίνο μισανοιγμένο στην ίδια σελίδα, με το μολύβι καρφιτσωμένο στο εξώφυλλο, με τις παράνομες φωτογραφίες κρυμμένες στο συρτάρι του γραφείου, με την ίδια κουρτίνα στο μπάνιο, όλα τελοσπάντων στην θέση τους. Έτσι, δηλαδή, είναι σαν να μην μετακομίζεις. Μερικές φορές ένα σπίτι είναι απλά τα πράγματα του. Όχι οι χώροι. Μερικές φορές.Πρέπει να έχω μετακομίσει γύρω στις δέκα φορές. Όλες οι φορές ήταν σχετικά επώδυνες αλλά εκείνη τη φορά κάτι έγινε και τρόμαξα πολύ. Είπα αυτό δεν το ξανακάνω. Δεν το άντεχα. Και δεν έπρεπε να το ξανακάνω, αλλά το ξανάκανα. Αναγκαστικά. Και εκεί ήρθε το τέλος μου με το θέμα των μετακομίσεων.
Ήταν το καλοκαίρι του 2004. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχαμε όλοι ξεμπερδέψει με τις σχολές και είχαμε γίνει τίτλος βιβλίου «οι Πτυχιούχοι». Χρονοτριβούσαμε μέχρι το επόμενο φθινόπωρο που θα μπαίναμε στην κατηγορία «οι Μεταπτυχιούχοι». Το καλοκαίρι, μέσα σε δυο μήνες, μέσα στην δολοφονική αθηναϊκή ζέστη, εξαρθρώθηκε όλη η συμμορία. Τέσσερις μετακομίσεις σε δύο μήνες. Μία μετακόμιση κάθε δεκαπέντε μέρες. Πάντα η ίδια ομάδα διάσωσης που βοηθούσε, ο καθένας δηλαδή βοηθούσε για να τον βοηθήσουν μετά, γιατί σύντομα ερχόταν και η δική του σειρά. Το ξενοικιάζω είναι το ρήμα που μοιάζει περισσότερο με το ξεκοιλιάζω. Τα περιθώρια στένευαν και τα σπίτια στο κέντρο λιγόστευαν. Πλ. Κουμουνδούρου, Πατησιών, Ερεσού, Ζωοδόχου Πηγής. Το δικό μου ήταν το τελευταίο. Ακόμα δεν μπορώ να ξεπεράσω το πώς άφησα μονάχη εκείνη την βελούδινη πετρόλ πολυθρόνα που είχε το μέγεθος διθέσιου καναπέ. Αυτό το μέγεθος ήταν που την έφαγε, γιατί ήθελε οκτώ χέρια για να μετακινηθεί, δηλαδή τέσσερις ανθρώπους, και δεν χωρούσε φυσικά σε κανένα από αυτά τα μικροσκοπικά παλιά ασανσέρ στα οποία βέβαια δεν χωράει ούτε ψυγείο, ούτε πλυντήριο, ούτε κουζίνα, αλλά κανείς ποτέ δεν τόλμησε να πετάξει ψυγείο ή πλυντήριο ή κουζίνα, ενώ η καημένη πολυθρόνα, κατέβηκε ηρωικά τη σκάλα χωρίς ασανσέρ, για τελευταία φορά, χωρίς ποτέ να μετακομίσει ξανά, και έμεινε στη μέση του πεζοδρομίου να περιμένει τους υπαλλήλους του Δήμου, σαν να περιμένει το γραφείο κηδειών, μαζί με κάτι άλλα ξένα ξεκοιλιασμένα στρώματα και κάτι άλλους ξένους ξεσκισμένους και ψεύτικους δερμάτινους καναπέδες πρώην ιατρειών της δεκαετίας του ’60. Η πολυθρόνα ήταν του ’76, δηλαδή είχαμε την ίδια ηλικία, είχε κάνει και αυτή περίπου δέκα μετακομίσεις, ήταν η αγαπημένη πολυθρόνα της Μαξ που δεν ήταν γάτα αλλά άνθρωπος, εγώ δηλαδή αυτό πίστευα και έχω δικαίωμα σε αυτόν εδώ τον φόρο τιμής να το υποστηρίξω, είχε χρησιμεύσει ως κρεβάτι και για τη Μαξ και για μένα, και ως γραφείο, γιατί ποτέ δεν διάβαζα σε γραφείο αλλά σε κρεβάτια-καναπέδες-πολυθρόνες και στρώματα, και είχε αποτελέσει το σκηνικό για τις πιο σημαντικές ερωτικές περιπτύξεις της ζωής μου. Η πολυθρόνα κατέβηκε στο πεζοδρόμιο νύχτα και τα υπόλοιπα πράγματα την επόμενη μέρα μεσημέρι, που έκανε τόση ζέστη ώστε δεν είμαι σίγουρη για το αν ήμουν μούσκεμα περισσότερο από τα δάκρυα ή τον ιδρώτα. Και το να κλαις μέρα μεσημέρι με τον ήλιο πάνω απ’ το κεφάλι σου είναι σκέτη αηδία. Οι αποχαιρετισμοί πρέπει να γίνονται πάντα βράδυ.
Αυτήν την απόγνωση του χωρίς σπίτι στα Εξάρχεια μετά από δέκα χρόνια με σπίτι στα Εξάρχεια, το ήξερα πως δεν θα την ξεπερνούσα ποτέ. Το ήξερα. Ή τελοσπάντων, το φοβόμουν τόσο που για αυτό πήγαν όλα μετά στραβά. Κατά βάθος δεν έκανα καμία προσπάθεια να μην πάνε όλα στραβά γιατί μάλλον ποτέ δεν μου συγχώρεσα που έκανα τη βλακεία και σηκώθηκα και έφυγα ενώ ήξερα πολύ καλά πως ήταν βλακεία που σηκώθηκα και έφυγα. Τελοσπάντων.
Ήταν Αύγουστος και μετακόμισα οριστικά στο Ρίο. Το μόνο καλό με το Ρίο είναι ότι είναι δίπλα στην Πάτρα. Δηλαδή έχει μια απόσταση ασφαλείας επτά χιλιομέτρων από την Πάτρα. Βέβαια το καλοκαίρι όλη η Πάτρα μαζεύεται στο Ρίο, οπότε τα πράγματα και εκεί δυσκολεύουν, αλλά αν ξέρεις τί να αποφύγεις, αν κινηθείς προσεκτικά σε συγκεκριμένες ζώνες και συγκεκριμένες ώρες, μπορείς να τη βγάλεις καθαρή. Δεν ξέρω τί πρόβλημα έχω με την Πάτρα. Αλλά δεν τα πήγαμε ποτέ καλά οι δυο μας.
Ευτυχώς, δεν είχαμε και ποτέ πολλά πολλά, καθότι εγώ μεγάλωσα στο Ρίο και πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Ρίου, που τότε που ήμουν μαθήτρια ήταν ένα πέτρινο σπιτάκι με ωραία αυλή και γύρω γύρω χωματόδρομους και τίποτα άλλο. Αφού στο δρόμο για το σχολείο περνούσα μέσα από κάτι χωράφια, από το «δρομάκι» όπως λέγαμε, και κάθε πρωί με κυνηγούσαν κάτι παν-άγριες χήνες που έκαναν λυσσασμένα «χα-χα» με μεγάλη αδικαιολόγητη κακία και εγώ έτρεχα με την καρδιά μου στην κούλουρη. Κάθε πρωί τα ίδια. Η Μαξ δεν με συνόδευε παρά μόνο για πέντε-δέκα μέτρα και μετά γυρνούσε σπίτι, γιατί, όπως είπαμε, η Μαξ δεν ήταν σκύλος να με ακολουθεί και να με προστατεύει.
Η Μαξ ήταν άνθρωπος. Μεταμορφωμένη απλά σε γάτα.
Οι χήνες εκείνες πάντως, θα μπορούσαν να αποδειχτούν μεγάλο τραύμα για τον παιδικό ψυχισμό μου και αν δεν πέτυχαν τον στόχο τους είναι χάρη στον Νιλς Χόλγκερσον και μόνο. Μπορούσα για χάρη του να διατηρώ κάποια ψίχουλα συμπάθειας παρά το παρατεταμένο κυνηγητό. Αυτό που θέλω να πω είναι πως το Ρίο εκείνη την εποχή, δηλαδή την δεκαετία του ’80 ήταν χωριό, εντελώς χωριό, ειδικά το χειμώνα. Και οι συμμαθητές μου παιδιά βοσκών, κτηνοτρόφων και πορτοκαλοπαραγωγών.
Την Πάτρα, πάντως, την απέφυγα και για την εποχή του Γυμνασίου-Λυκείου. Δηλαδή, ναι μεν με πήρανε από το γυμνάσιο του χωριού, υποθέτω για να μην καταλήξω και εγώ κτηνοτρόφος ή βοσκός, αλλά το νέο Γυμνάσιο-Λύκειο ήταν ακριβώς πριν την είσοδο στην πόλη, πάλι σε μια σχετική ερημιά. Το κακό με τα σχολεία στις ερημιές είναι ότι και να θες να κάνεις κοπάνα δεν έχεις που να πας. Εκείνη την εποχή τα ενδιαφέροντα μου είχαν αλλάξει αρκετά. Υποθέτω ως γυμνασιόπαιδο δεν θες απλά να παίζεις με τις χήνες και τις πάπιες αλλά να δεις πως είναι οι καφετέριες , τα φλιπεράδικα και τα σινεμά. Στο νέο σχολείο, την πρώτη φορά που τολμήσαμε να κάνουμε κοπάνα και που έπρεπε αναγκαστικά να διασχίσουμε ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο για να περάσουμε στον πολιτισμό, έπεσα πάνω στο φανάρι σε μια γειτόνισσα που φυσικά με κοίταξε με αποδοκιμασία και που πιθανότατα με κάρφωσε. Ορίστε, το μεγαλύτερο κακό της Πάτρας είναι ότι δεν μπορείς να γλιτώσεις από γνωστές φάτσες όταν το μόνο πράγμα που θες είναι την ησυχία σου και να είσαι απλά αόρατος.
Το Γυμνάσιο-Λύκειο το έλεγαν Πειραματικό και μόνο πειραματικό δεν ήταν. Βασικά το επίσημο όνομα ήταν Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Πατρών, και ούτε με το Πανεπιστήμιο είχε καμία σχέση πέρα από το ότι έστελναν εκεί τα παιδιά τους οι πανεπιστημιακοί, για καλύτερα υποτίθεται, και τα οποία παιδιά, αν δεν έμπαιναν στο πανεπιστήμιο ακολουθώντας τα βήματα των γονιών τους, την είχαν βάψει. Είχαμε και ένα θεολόγο λυκειάρχη, καθόλου πειραματικό, ο οποίος δεν επέτρεπε βερμούδες στα αγόρια σε μέρες καύσωνα, φυσικά ούτε μακριά μαλλιά, ούτε σκουλαρίκια, και έτσι και έβλεπε κανένα αγόρι να αγγίζει το χέρι κανενός κοριτσιού τηλεφωνούσε στους γονείς της για να μαζέψουν την κόρη τους, και οι οποίοι ενίοτε την πλάκωναν στα χαστούκια. Υποθέτω πως ο λυκειάρχης, αφού δεν του επιτρεπόταν νομικά να χειροδικήσει ο ίδιος, πολύ θα ήθελε να είναι παρών στο θέαμα για να βλέπει τις σπιουνιές του να πιάνουν τόπο. Βέβαια, έτσι φλώρους που τα είχε καταντήσει τα αγόρια χωρίς ένα μαλλί ή ένα αξεσουάρ τραβηχτικό, γιατί να θέλουν τα κορίτσια να τους αγγίζουν το χέρι; Τελοσπάντων, τα ωραία αγόρια ήταν στο 3ο Γυμνάσιο-Λύκειο δηλαδή κάμποσο προς τα δυτικά ακόμα, στην άλλη πλευρά της Πάτρας. Αλλά κι αυτοί ήταν μετρημένοι. Και οι Πατρινές πολλές. Και οι αρσακειάδες πατρινές ακόμα περισσότερες. Και ίδιες.
Γι’ αυτό το «ίδιες» είχα δίκιο. Το διαπίστωσα ξανα εκείνο το τραγικό καλοκαίρι της επιστροφής. Ίδιες. Όχι με παλιά. Ίδιες μεταξύ τους. Καταρχήν οι πατρινές είναι όλες ξανθιές. Με την ίδια βαφή. Και φορούν πάντα γυαλιά ηλίου. Τεράστια, με ντεγκραντέ φακούς και από διάσημους οίκους μόδας. Πάντα. Σου μιλούν με το τεράστιο γυαλί ηλίου και σου ’ρχεται, εμένα δηλαδή μου ’ρχεται, να τους ρίξω τέτοια μπουνιά που να τους σπάσει πάνω στην μύτη την οποία σίγουρα αν είχαν λίγα λεφτουδάκια παραπάνω θα την είχαν μικρύνει με μια πλαστική. Έχουν επίσης τον ίδιο αριθμό make-up του ίδιου διάσημου οίκου και το ίδιο μαύρισμα. Το μαύρισμα το αποκτούν με κάποιο ύποπτο τρόπο από τον Μάιο. Και αν ως τον Αύγουστο δεν είσαι ακόμα κατράμι, δεν είσαι άξιος ούτε για φτύσιμο. Τελοσπάντων, είναι τόσο ίδιες που σε μια ηλικιακή γκάμα 18-35 χρονών το γυναικείο μοντέλο κυκλοφορεί σε ένα χρώμα-μέγεθος-σχήμα.
Εν πάσει περιπτώσει, εκείνο το καλοκαίρι πενθούσα απλά το χαμένο σπίτι στην Αθήνα και έκλαιγα ήδη για τη μοναξιά που με περίμενε την επόμενη χρονιά στο μεταπτυχιακό Λονδίνο. Η Μαξ είχε πια πεθάνει και το σπίτι στο Ρίο και η αυλή μαζί, και οι γύρω δρόμοι ήταν όλα άδεια χωρίς αυτήν. Δεν μπορούσα με τίποτα να συνηθίσω αυτήν την απουσία ούτε και την πλαστή της παρουσία. Σε οτιδήποτε μαύρο έπεφτε το βλέμμα μου, παπούτσια, παντόφλες, τσάντα ακουμπισμένη στο πάτωμα, νόμιζα πως ήταν η Μαξ. Η Μαξ ήταν μαύρη και είναι φοβερό το πόσα μαύρα πράγματα σε μέγεθος γάτας υπάρχουν σε ένα σπίτι. Ακόμα δηλαδή, το παθαίνω αυτό, αυτήν την μαύρη σακούλα σκουπιδιών με παλιά ρούχα που πρέπει να κουβαλήσω και δεν θα κουβαλήσω, την πέρασα για γατί. Μερικές φορές ένα σπίτι είναι όσοι έχουν ζήσει σ’ αυτό.
Εκείνο το καλοκαίρι νοσταλγούσα τα πάντα και δεν προσδοκούσα τίποτα. Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως η επόμενη χρονιά θα ήταν όσο χάλια όσο τελικά ήταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην είναι. Ήταν η πρώτη φορά που έμεινα μόνη, χωρίς το αθηναϊκό δίκτυο στήριξης, μόνη με ένα μόνιμα ριζωμένο φόβο και μια μόνιμη απαισιοδοξία. Απλά φοβόμουν. Δεν ξέρω ούτε τι ούτε γιατί.
Δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό. Έγινα το πρότυπο φοιτητή. Το φυτό πρότυπο. Έτεινα προς μια μόνιμη κατάσταση αυτο-απομόνωσης που με βόλευε. Το παράκανα. Έμεινα στο Λονδίνο μία ολόκληρη χρονιά και το μόνο που έκανα ήταν να διαβάζω. Ήμουν στην πιο δραστήρια πρωτεύουσα της Ευρώπης και ο μόνος λόγος που έβγαινα από το κλουβί ήταν για να πάω σε κάποια βιβλιοθήκη. Είχα κάρτα από καμιά δεκαριά βιβλιοθήκες και άλλες τόσες από Αρχεία. Το πορτοφόλι μου ποτέ δεν ήταν τόσο τεζαρισμένο από κάρτες. Γενικά η Αγγλία, λένε, είναι η χώρα της κάρτας. Τράπεζες, Πόρτες ασφαλείας, Φωτοτυπικά μηχανήματα, Μέσα Συγκοινωνίας, Λέσχες, Φοιτητικές Ταυτότητες.
Πρέπει να είχα σχεδόν 52, δηλαδή σχεδόν μια ολόκληρη τράπουλα. Για να βρω τη σωστή έπρεπε να κόψω και να ρίξω πασιέντζα. Ή να τραβήξω ένα φύλλο στην τύχη.
Στο mail μου λάμβανα καθημερινά newsletters από συναυλίες, πάρτυ, εκδηλώσεις και δεν πήγαινα πουθενά. Στην παλιά μου ζωή τα έκανα όλα και ήθελα άλλα τόσα. Εκεί, έτρεμα και τη σκιά μου. Μιλούσα μόνο με την κολλητή μου στο τηλέφωνο που τραβούσε μια από τα ίδια σε κάποιο άλλο μεταπτυχιακό αυτού του κόσμου. Ζούσαμε κάτι σαν μεταπτυχιακή νόσο.
Έκανα μόνο ένα ταξίδι αναψυχής για να την δω και άλλο ένα εκείνη. Στα μαθήματα δεν μιλούσα σε κανέναν. Πήγαινα, έφευγα με έναν καφέ στο χέρι και το πολύ να έλεγα «καλημέρα-καλό βράδυ». Στα διαλείμματα εξαφανιζόμουν πριν οι άλλοι σηκωθούν από τη θέση τους. Κρυβόμουν στις βιβλιοθήκες. Έκανα μόνο ένα ταξίδι αναψυχής, μόνο για ένα σαββατοκύριακο. Δεν θα τολμούσα να χάσω ούτε μισό μάθημα. Όταν ήταν η δική μου σειρά για επισκέψεις, κλείσαμε εισιτήρια για μια πολυαναμενόμενη συναυλία της Seed Records σε ένα υπόγειο εγκαταλελειμμένο σταθμό του μετρό. Είχε του κόσμου τα φοβερά συγκροτήματα, και αφού βεβαιώθηκα πως δεν θα έχανα κάποιο μάθημα ή κάποια νυχτερινή διάλεξη, ένιωσα στιγμιαία πως ο παλιός μου εαυτός επέστρεφε. Επιτέλους συναυλία. Είχα να πάω σε συναυλία κοντά εξάμηνο. Απορώ πως είχα αντέξει. Πήγαμε λοιπόν εκεί κάτω, στο Strand, και ψάχναμε μια ώρα την είσοδο στο μετρό. Δεν την βρίσκαμε, δεν βλέπαμε και κόσμο και ξαφνικά καταλάβαμε το γιατί. Ένας ολόκληρος τοίχος που δεν τον είχαμε προσέξει ήταν γεμάτος με αφίσες Cancelled. Ακόμα την έχω αυτήν την αφίσα. Δεν έλειψε από την επόμενη μετακόμιση.
Αυτή η κραυγαλέα ατυχία ήταν τελειωτική. Το θεώρησα μοιραίο και δεν ξαναέκανα καμία απόπειρα να βελτιώσω τις συνθήκες αυτό-κράτησης μου. Χώθηκα όλο και πιο βαθιά μέσα στο διάβασμα, το άγχος και την κούραση, μέχρι που αρρώστησα. Αρρώστησα μεγαλειωδώς, ηρωικά και μυθιστορηματικά. Αρρώστησα εντελώς. Από αυτές τις περιπτώσεις που παραιτείσαι, που νομίζεις ότι πεθαίνεις και που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μίσησα το Λονδίνο όσο τίποτα στον κόσμο και ήθελα να φύγω τρέχοντας. Μόνο που δεν μπορούσα καν να τρέξω. Ήθελα να γυρίσω πίσω στο κρύο Ρίο το χειμώνα, να κλειστώ σ’ ένα δωμάτιο και να μην κάνω τίποτα μέχρι ή που να πεθάνω ή που να γίνω καλά.
Γύρισα άρων άρων. Για δεύτερη φορά. Μόνο που τώρα δεν έβριζα ούτε τους Πατρινούς, ούτε τα καλοκαίρια στο Ρίο, ούτε τίποτα. Είχα απλά ηττηθεί. Και το Ρίο ήταν ότι πλησιέστερο σε σανατόριο. Και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, εκεί δίπλα. Δεν είναι τυχαίο ίσως. Αν και πια μετονομάστηκε σε ένα γελοίο όνομα όπως «παναγία βόηθα» ή «παναγία μου βόηθα» ή «παναγία βοήθεια» ή κάτι τέτοιο. Το επίθετο πανεπιστημιακός δεν είναι φαίνεται αρκετό ούτε για να σώσει ένα σχολείο ούτε ένα νοσοκομείο σ’ αυτήν την πόλη.
Γύρισα χωρίς ούτε μια βαλίτσα. Τα παράτησα όλα και έφυγα. Άλλη μια μετακόμιση αλλά αυτή τη φορά από απόσταση. Τηλε-μετακόμιση. Έκανα μια λίστα με ό,τι είχα πολύτιμο εκεί πάνω, στο κλουβί μου. Όλα τα βιβλία, όλες τις φωτοτυπίες, τους λογαριασμούς, τα ρούχα, τα cd , τις αφίσες, τα αναμνηστικά. Έκανα ολόκληρα σχεδιαγράμματα για το που βρίσκεται τι και ποιο ταιριάζει με τι μέσα στις κούτες. Η σχολαστικότητα μου εκείνης της χρονιάς βοήθησε επιτέλους σε κάτι. Δύο από τους δικούς μου πήγαν εκεί αντί για μένα, ακολούθησαν της οδηγίες τηλεμεταφοράς και μου έφεραν τα πάντα. Ένα μεταπτυχιακό σε κούτες.
Τελικά πάντως δεν πέθανα. Μου πήρε περίπου ένα χρόνο και σιγά σιγά ανάρρωσα. Άρχισα να βγαίνω από το σπίτι να κινούμαι προσεκτικά σε συγκεκριμένες ζώνες και συγκεκριμένες ώρες και τελικά την έβγαλα καθαρή. Αγάπησα το Ρίο. Όσο το έβριζα τότε, μετά από εκείνη την δύσκολη προσγείωση από την Αθήνα, τόσο παραδεισένιο μου φαινόταν μετά το Λονδίνο. Οι άνθρωποι είναι παράξενα πλάσματα. Πρέπει όμως να το ξεκαθαρίσω. Ήταν χειμώνας. Και το χειμώνα το Ρίο μπορεί και να αντέχεται. Βρήκαμε ένα μπαρ που με έσωσε. Ήταν ένα μπαρ δίπλα στο κύμα που το ήξεραν μόνο οι τύποι της γειτονιάς. Είχε αδιάφορη εως ανύπαρκτη μουσική αλλά η ποιότητα της μουσικής δεν με πείραζε τότε. Είχε απλά ησυχία και λίγο κόσμο. Έβρεχε, φυσούσε, με τον αέρα που έχει μόνο το Ρίο, γινόταν σχεδόν κατακλυσμός αλλά πηγαίναμε εκεί πέρα πολύ συνωμοτικά βλέποντας τον κατακλυσμό πίσω από τη τζαμαρία και πίνοντας φανταστικά καθαρά και πάμφθηνα ποτά.
Στην Πάτρα δεν τολμούσα να πλησιάσω. Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να το τολμήσω. Αλλά πήγα. Μέχρι και για καφέ, Σάββατο πρωί, στον πεζόδρομο με τις καφετέριες και όλο το ξανθό τοπίο. Το άντεξα. Βγήκα και βράδυ σε μπαρ με πολύ κόσμο και χάλια μουσική – όχι αδιάφορη σαν το μπαρ του χωριού-πραγματικά χάλια, από αυτήν που αν άκουγα κάποτε θα πυροβολούσα κατάκαρδα το ηχείο – και άντεξα ξανά. Το πήρα σχεδόν απόφαση πως θα μπορούσα να ζήσω μια ήσυχη ζωή στο Ρίο. Δοκίμασα να πάω ακόμα και σε συναυλία. Είχα να δοκιμάσω την τύχη μου από την εποχή της Cancelled αφίσας.
Δεν τα πήγα και πολύ καλύτερα. Η δοκιμή απέτυχε. Το συγκρότημα ήταν από τα αγαπημένα μου, ήμουν εκεί μπροστά, όπως παλιά, αλλά συνέβαινε κάτι παράδοξο. Ένιωθα σαν να μου έχουν βιδώσει το κεφάλι λάθος. Ή στους άλλους τελοσπάντων. Όλοι εκεί γύρω είχαν γυρίσει πλάτη στη σκηνή, είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και μιλούσαν δυνατά μπροστά στα μούτρα του ανθρώπου που προσπαθούσε να τραγουδήσει. Είναι παράξενη αυτή η πόλη. Πρόσφατα έμαθα πως ο Marc Almond, στην μέση μιας συναυλίας, φώναξε στο πατραϊκό κοινό “shut the fuck up” δηλαδή «βγάλτε το σκασμό» και δεν ξέρω αν αυτό είναι πέρα για πέρα αλήθεια, αλλά από προσωπική πείρα το θεωρώ πιθανό. Παραλίγο να το φωνάξω.
Πέρασε περίπου ένας χρόνος και ενώ στην αρχή νόμιζα πως προσαρμόζομαι, σιγά σιγά άρχισα να αναπροσαρμόζομαι. Πρόσεχα πράγματα που είχα ξεχάσει πως πρόσεχα κάποτε. Άρχισε να με ενοχλεί η αδιάφορη μουσική και να μην υποφέρω την ανυπόφορη, άρχισα να κάνω παρατηρήσεις στους ανθρώπους που μιλούσαν στο σινεμά, και κατάλαβα πως άρχισα να αναρρώνω εντελώς όταν τόλμησα να ξαναφήσω το Ρίο. Άρχισα να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα με την παραμικρή αφορμή, να μένω σε σπίτια φίλων και να τους φορτώνομαι συχνότερα από το κανονικό. Έζησα κάμποσο σε ένα διαρκές πηγαινε-έλα μέχρι που αποφάσισα να αθετήσω όλους τους προσωπικούς μου όρκους και να ξαναμετακομίσω. Αλλά αυτήν την κούτα, εδώ στη μέση, δεν μπορώ ούτε να την ακουμπήσω. Πόσο μάλλον να τη σύρω.
Ήταν το καλοκαίρι του 2004. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχαμε όλοι ξεμπερδέψει με τις σχολές και είχαμε γίνει τίτλος βιβλίου «οι Πτυχιούχοι». Χρονοτριβούσαμε μέχρι το επόμενο φθινόπωρο που θα μπαίναμε στην κατηγορία «οι Μεταπτυχιούχοι». Το καλοκαίρι, μέσα σε δυο μήνες, μέσα στην δολοφονική αθηναϊκή ζέστη, εξαρθρώθηκε όλη η συμμορία. Τέσσερις μετακομίσεις σε δύο μήνες. Μία μετακόμιση κάθε δεκαπέντε μέρες. Πάντα η ίδια ομάδα διάσωσης που βοηθούσε, ο καθένας δηλαδή βοηθούσε για να τον βοηθήσουν μετά, γιατί σύντομα ερχόταν και η δική του σειρά. Το ξενοικιάζω είναι το ρήμα που μοιάζει περισσότερο με το ξεκοιλιάζω. Τα περιθώρια στένευαν και τα σπίτια στο κέντρο λιγόστευαν. Πλ. Κουμουνδούρου, Πατησιών, Ερεσού, Ζωοδόχου Πηγής. Το δικό μου ήταν το τελευταίο. Ακόμα δεν μπορώ να ξεπεράσω το πώς άφησα μονάχη εκείνη την βελούδινη πετρόλ πολυθρόνα που είχε το μέγεθος διθέσιου καναπέ. Αυτό το μέγεθος ήταν που την έφαγε, γιατί ήθελε οκτώ χέρια για να μετακινηθεί, δηλαδή τέσσερις ανθρώπους, και δεν χωρούσε φυσικά σε κανένα από αυτά τα μικροσκοπικά παλιά ασανσέρ στα οποία βέβαια δεν χωράει ούτε ψυγείο, ούτε πλυντήριο, ούτε κουζίνα, αλλά κανείς ποτέ δεν τόλμησε να πετάξει ψυγείο ή πλυντήριο ή κουζίνα, ενώ η καημένη πολυθρόνα, κατέβηκε ηρωικά τη σκάλα χωρίς ασανσέρ, για τελευταία φορά, χωρίς ποτέ να μετακομίσει ξανά, και έμεινε στη μέση του πεζοδρομίου να περιμένει τους υπαλλήλους του Δήμου, σαν να περιμένει το γραφείο κηδειών, μαζί με κάτι άλλα ξένα ξεκοιλιασμένα στρώματα και κάτι άλλους ξένους ξεσκισμένους και ψεύτικους δερμάτινους καναπέδες πρώην ιατρειών της δεκαετίας του ’60. Η πολυθρόνα ήταν του ’76, δηλαδή είχαμε την ίδια ηλικία, είχε κάνει και αυτή περίπου δέκα μετακομίσεις, ήταν η αγαπημένη πολυθρόνα της Μαξ που δεν ήταν γάτα αλλά άνθρωπος, εγώ δηλαδή αυτό πίστευα και έχω δικαίωμα σε αυτόν εδώ τον φόρο τιμής να το υποστηρίξω, είχε χρησιμεύσει ως κρεβάτι και για τη Μαξ και για μένα, και ως γραφείο, γιατί ποτέ δεν διάβαζα σε γραφείο αλλά σε κρεβάτια-καναπέδες-πολυθρόνες και στρώματα, και είχε αποτελέσει το σκηνικό για τις πιο σημαντικές ερωτικές περιπτύξεις της ζωής μου. Η πολυθρόνα κατέβηκε στο πεζοδρόμιο νύχτα και τα υπόλοιπα πράγματα την επόμενη μέρα μεσημέρι, που έκανε τόση ζέστη ώστε δεν είμαι σίγουρη για το αν ήμουν μούσκεμα περισσότερο από τα δάκρυα ή τον ιδρώτα. Και το να κλαις μέρα μεσημέρι με τον ήλιο πάνω απ’ το κεφάλι σου είναι σκέτη αηδία. Οι αποχαιρετισμοί πρέπει να γίνονται πάντα βράδυ.
Αυτήν την απόγνωση του χωρίς σπίτι στα Εξάρχεια μετά από δέκα χρόνια με σπίτι στα Εξάρχεια, το ήξερα πως δεν θα την ξεπερνούσα ποτέ. Το ήξερα. Ή τελοσπάντων, το φοβόμουν τόσο που για αυτό πήγαν όλα μετά στραβά. Κατά βάθος δεν έκανα καμία προσπάθεια να μην πάνε όλα στραβά γιατί μάλλον ποτέ δεν μου συγχώρεσα που έκανα τη βλακεία και σηκώθηκα και έφυγα ενώ ήξερα πολύ καλά πως ήταν βλακεία που σηκώθηκα και έφυγα. Τελοσπάντων.
Ήταν Αύγουστος και μετακόμισα οριστικά στο Ρίο. Το μόνο καλό με το Ρίο είναι ότι είναι δίπλα στην Πάτρα. Δηλαδή έχει μια απόσταση ασφαλείας επτά χιλιομέτρων από την Πάτρα. Βέβαια το καλοκαίρι όλη η Πάτρα μαζεύεται στο Ρίο, οπότε τα πράγματα και εκεί δυσκολεύουν, αλλά αν ξέρεις τί να αποφύγεις, αν κινηθείς προσεκτικά σε συγκεκριμένες ζώνες και συγκεκριμένες ώρες, μπορείς να τη βγάλεις καθαρή. Δεν ξέρω τί πρόβλημα έχω με την Πάτρα. Αλλά δεν τα πήγαμε ποτέ καλά οι δυο μας.
Ευτυχώς, δεν είχαμε και ποτέ πολλά πολλά, καθότι εγώ μεγάλωσα στο Ρίο και πήγα στο Δημοτικό Σχολείο Ρίου, που τότε που ήμουν μαθήτρια ήταν ένα πέτρινο σπιτάκι με ωραία αυλή και γύρω γύρω χωματόδρομους και τίποτα άλλο. Αφού στο δρόμο για το σχολείο περνούσα μέσα από κάτι χωράφια, από το «δρομάκι» όπως λέγαμε, και κάθε πρωί με κυνηγούσαν κάτι παν-άγριες χήνες που έκαναν λυσσασμένα «χα-χα» με μεγάλη αδικαιολόγητη κακία και εγώ έτρεχα με την καρδιά μου στην κούλουρη. Κάθε πρωί τα ίδια. Η Μαξ δεν με συνόδευε παρά μόνο για πέντε-δέκα μέτρα και μετά γυρνούσε σπίτι, γιατί, όπως είπαμε, η Μαξ δεν ήταν σκύλος να με ακολουθεί και να με προστατεύει.
Η Μαξ ήταν άνθρωπος. Μεταμορφωμένη απλά σε γάτα.
Οι χήνες εκείνες πάντως, θα μπορούσαν να αποδειχτούν μεγάλο τραύμα για τον παιδικό ψυχισμό μου και αν δεν πέτυχαν τον στόχο τους είναι χάρη στον Νιλς Χόλγκερσον και μόνο. Μπορούσα για χάρη του να διατηρώ κάποια ψίχουλα συμπάθειας παρά το παρατεταμένο κυνηγητό. Αυτό που θέλω να πω είναι πως το Ρίο εκείνη την εποχή, δηλαδή την δεκαετία του ’80 ήταν χωριό, εντελώς χωριό, ειδικά το χειμώνα. Και οι συμμαθητές μου παιδιά βοσκών, κτηνοτρόφων και πορτοκαλοπαραγωγών.
Την Πάτρα, πάντως, την απέφυγα και για την εποχή του Γυμνασίου-Λυκείου. Δηλαδή, ναι μεν με πήρανε από το γυμνάσιο του χωριού, υποθέτω για να μην καταλήξω και εγώ κτηνοτρόφος ή βοσκός, αλλά το νέο Γυμνάσιο-Λύκειο ήταν ακριβώς πριν την είσοδο στην πόλη, πάλι σε μια σχετική ερημιά. Το κακό με τα σχολεία στις ερημιές είναι ότι και να θες να κάνεις κοπάνα δεν έχεις που να πας. Εκείνη την εποχή τα ενδιαφέροντα μου είχαν αλλάξει αρκετά. Υποθέτω ως γυμνασιόπαιδο δεν θες απλά να παίζεις με τις χήνες και τις πάπιες αλλά να δεις πως είναι οι καφετέριες , τα φλιπεράδικα και τα σινεμά. Στο νέο σχολείο, την πρώτη φορά που τολμήσαμε να κάνουμε κοπάνα και που έπρεπε αναγκαστικά να διασχίσουμε ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο για να περάσουμε στον πολιτισμό, έπεσα πάνω στο φανάρι σε μια γειτόνισσα που φυσικά με κοίταξε με αποδοκιμασία και που πιθανότατα με κάρφωσε. Ορίστε, το μεγαλύτερο κακό της Πάτρας είναι ότι δεν μπορείς να γλιτώσεις από γνωστές φάτσες όταν το μόνο πράγμα που θες είναι την ησυχία σου και να είσαι απλά αόρατος.
Το Γυμνάσιο-Λύκειο το έλεγαν Πειραματικό και μόνο πειραματικό δεν ήταν. Βασικά το επίσημο όνομα ήταν Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Πατρών, και ούτε με το Πανεπιστήμιο είχε καμία σχέση πέρα από το ότι έστελναν εκεί τα παιδιά τους οι πανεπιστημιακοί, για καλύτερα υποτίθεται, και τα οποία παιδιά, αν δεν έμπαιναν στο πανεπιστήμιο ακολουθώντας τα βήματα των γονιών τους, την είχαν βάψει. Είχαμε και ένα θεολόγο λυκειάρχη, καθόλου πειραματικό, ο οποίος δεν επέτρεπε βερμούδες στα αγόρια σε μέρες καύσωνα, φυσικά ούτε μακριά μαλλιά, ούτε σκουλαρίκια, και έτσι και έβλεπε κανένα αγόρι να αγγίζει το χέρι κανενός κοριτσιού τηλεφωνούσε στους γονείς της για να μαζέψουν την κόρη τους, και οι οποίοι ενίοτε την πλάκωναν στα χαστούκια. Υποθέτω πως ο λυκειάρχης, αφού δεν του επιτρεπόταν νομικά να χειροδικήσει ο ίδιος, πολύ θα ήθελε να είναι παρών στο θέαμα για να βλέπει τις σπιουνιές του να πιάνουν τόπο. Βέβαια, έτσι φλώρους που τα είχε καταντήσει τα αγόρια χωρίς ένα μαλλί ή ένα αξεσουάρ τραβηχτικό, γιατί να θέλουν τα κορίτσια να τους αγγίζουν το χέρι; Τελοσπάντων, τα ωραία αγόρια ήταν στο 3ο Γυμνάσιο-Λύκειο δηλαδή κάμποσο προς τα δυτικά ακόμα, στην άλλη πλευρά της Πάτρας. Αλλά κι αυτοί ήταν μετρημένοι. Και οι Πατρινές πολλές. Και οι αρσακειάδες πατρινές ακόμα περισσότερες. Και ίδιες.
Γι’ αυτό το «ίδιες» είχα δίκιο. Το διαπίστωσα ξανα εκείνο το τραγικό καλοκαίρι της επιστροφής. Ίδιες. Όχι με παλιά. Ίδιες μεταξύ τους. Καταρχήν οι πατρινές είναι όλες ξανθιές. Με την ίδια βαφή. Και φορούν πάντα γυαλιά ηλίου. Τεράστια, με ντεγκραντέ φακούς και από διάσημους οίκους μόδας. Πάντα. Σου μιλούν με το τεράστιο γυαλί ηλίου και σου ’ρχεται, εμένα δηλαδή μου ’ρχεται, να τους ρίξω τέτοια μπουνιά που να τους σπάσει πάνω στην μύτη την οποία σίγουρα αν είχαν λίγα λεφτουδάκια παραπάνω θα την είχαν μικρύνει με μια πλαστική. Έχουν επίσης τον ίδιο αριθμό make-up του ίδιου διάσημου οίκου και το ίδιο μαύρισμα. Το μαύρισμα το αποκτούν με κάποιο ύποπτο τρόπο από τον Μάιο. Και αν ως τον Αύγουστο δεν είσαι ακόμα κατράμι, δεν είσαι άξιος ούτε για φτύσιμο. Τελοσπάντων, είναι τόσο ίδιες που σε μια ηλικιακή γκάμα 18-35 χρονών το γυναικείο μοντέλο κυκλοφορεί σε ένα χρώμα-μέγεθος-σχήμα.
Εν πάσει περιπτώσει, εκείνο το καλοκαίρι πενθούσα απλά το χαμένο σπίτι στην Αθήνα και έκλαιγα ήδη για τη μοναξιά που με περίμενε την επόμενη χρονιά στο μεταπτυχιακό Λονδίνο. Η Μαξ είχε πια πεθάνει και το σπίτι στο Ρίο και η αυλή μαζί, και οι γύρω δρόμοι ήταν όλα άδεια χωρίς αυτήν. Δεν μπορούσα με τίποτα να συνηθίσω αυτήν την απουσία ούτε και την πλαστή της παρουσία. Σε οτιδήποτε μαύρο έπεφτε το βλέμμα μου, παπούτσια, παντόφλες, τσάντα ακουμπισμένη στο πάτωμα, νόμιζα πως ήταν η Μαξ. Η Μαξ ήταν μαύρη και είναι φοβερό το πόσα μαύρα πράγματα σε μέγεθος γάτας υπάρχουν σε ένα σπίτι. Ακόμα δηλαδή, το παθαίνω αυτό, αυτήν την μαύρη σακούλα σκουπιδιών με παλιά ρούχα που πρέπει να κουβαλήσω και δεν θα κουβαλήσω, την πέρασα για γατί. Μερικές φορές ένα σπίτι είναι όσοι έχουν ζήσει σ’ αυτό.
Εκείνο το καλοκαίρι νοσταλγούσα τα πάντα και δεν προσδοκούσα τίποτα. Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως η επόμενη χρονιά θα ήταν όσο χάλια όσο τελικά ήταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην είναι. Ήταν η πρώτη φορά που έμεινα μόνη, χωρίς το αθηναϊκό δίκτυο στήριξης, μόνη με ένα μόνιμα ριζωμένο φόβο και μια μόνιμη απαισιοδοξία. Απλά φοβόμουν. Δεν ξέρω ούτε τι ούτε γιατί.
Δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό. Έγινα το πρότυπο φοιτητή. Το φυτό πρότυπο. Έτεινα προς μια μόνιμη κατάσταση αυτο-απομόνωσης που με βόλευε. Το παράκανα. Έμεινα στο Λονδίνο μία ολόκληρη χρονιά και το μόνο που έκανα ήταν να διαβάζω. Ήμουν στην πιο δραστήρια πρωτεύουσα της Ευρώπης και ο μόνος λόγος που έβγαινα από το κλουβί ήταν για να πάω σε κάποια βιβλιοθήκη. Είχα κάρτα από καμιά δεκαριά βιβλιοθήκες και άλλες τόσες από Αρχεία. Το πορτοφόλι μου ποτέ δεν ήταν τόσο τεζαρισμένο από κάρτες. Γενικά η Αγγλία, λένε, είναι η χώρα της κάρτας. Τράπεζες, Πόρτες ασφαλείας, Φωτοτυπικά μηχανήματα, Μέσα Συγκοινωνίας, Λέσχες, Φοιτητικές Ταυτότητες.
Πρέπει να είχα σχεδόν 52, δηλαδή σχεδόν μια ολόκληρη τράπουλα. Για να βρω τη σωστή έπρεπε να κόψω και να ρίξω πασιέντζα. Ή να τραβήξω ένα φύλλο στην τύχη.
Στο mail μου λάμβανα καθημερινά newsletters από συναυλίες, πάρτυ, εκδηλώσεις και δεν πήγαινα πουθενά. Στην παλιά μου ζωή τα έκανα όλα και ήθελα άλλα τόσα. Εκεί, έτρεμα και τη σκιά μου. Μιλούσα μόνο με την κολλητή μου στο τηλέφωνο που τραβούσε μια από τα ίδια σε κάποιο άλλο μεταπτυχιακό αυτού του κόσμου. Ζούσαμε κάτι σαν μεταπτυχιακή νόσο.
Έκανα μόνο ένα ταξίδι αναψυχής για να την δω και άλλο ένα εκείνη. Στα μαθήματα δεν μιλούσα σε κανέναν. Πήγαινα, έφευγα με έναν καφέ στο χέρι και το πολύ να έλεγα «καλημέρα-καλό βράδυ». Στα διαλείμματα εξαφανιζόμουν πριν οι άλλοι σηκωθούν από τη θέση τους. Κρυβόμουν στις βιβλιοθήκες. Έκανα μόνο ένα ταξίδι αναψυχής, μόνο για ένα σαββατοκύριακο. Δεν θα τολμούσα να χάσω ούτε μισό μάθημα. Όταν ήταν η δική μου σειρά για επισκέψεις, κλείσαμε εισιτήρια για μια πολυαναμενόμενη συναυλία της Seed Records σε ένα υπόγειο εγκαταλελειμμένο σταθμό του μετρό. Είχε του κόσμου τα φοβερά συγκροτήματα, και αφού βεβαιώθηκα πως δεν θα έχανα κάποιο μάθημα ή κάποια νυχτερινή διάλεξη, ένιωσα στιγμιαία πως ο παλιός μου εαυτός επέστρεφε. Επιτέλους συναυλία. Είχα να πάω σε συναυλία κοντά εξάμηνο. Απορώ πως είχα αντέξει. Πήγαμε λοιπόν εκεί κάτω, στο Strand, και ψάχναμε μια ώρα την είσοδο στο μετρό. Δεν την βρίσκαμε, δεν βλέπαμε και κόσμο και ξαφνικά καταλάβαμε το γιατί. Ένας ολόκληρος τοίχος που δεν τον είχαμε προσέξει ήταν γεμάτος με αφίσες Cancelled. Ακόμα την έχω αυτήν την αφίσα. Δεν έλειψε από την επόμενη μετακόμιση.
Αυτή η κραυγαλέα ατυχία ήταν τελειωτική. Το θεώρησα μοιραίο και δεν ξαναέκανα καμία απόπειρα να βελτιώσω τις συνθήκες αυτό-κράτησης μου. Χώθηκα όλο και πιο βαθιά μέσα στο διάβασμα, το άγχος και την κούραση, μέχρι που αρρώστησα. Αρρώστησα μεγαλειωδώς, ηρωικά και μυθιστορηματικά. Αρρώστησα εντελώς. Από αυτές τις περιπτώσεις που παραιτείσαι, που νομίζεις ότι πεθαίνεις και που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μίσησα το Λονδίνο όσο τίποτα στον κόσμο και ήθελα να φύγω τρέχοντας. Μόνο που δεν μπορούσα καν να τρέξω. Ήθελα να γυρίσω πίσω στο κρύο Ρίο το χειμώνα, να κλειστώ σ’ ένα δωμάτιο και να μην κάνω τίποτα μέχρι ή που να πεθάνω ή που να γίνω καλά.
Γύρισα άρων άρων. Για δεύτερη φορά. Μόνο που τώρα δεν έβριζα ούτε τους Πατρινούς, ούτε τα καλοκαίρια στο Ρίο, ούτε τίποτα. Είχα απλά ηττηθεί. Και το Ρίο ήταν ότι πλησιέστερο σε σανατόριο. Και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, εκεί δίπλα. Δεν είναι τυχαίο ίσως. Αν και πια μετονομάστηκε σε ένα γελοίο όνομα όπως «παναγία βόηθα» ή «παναγία μου βόηθα» ή «παναγία βοήθεια» ή κάτι τέτοιο. Το επίθετο πανεπιστημιακός δεν είναι φαίνεται αρκετό ούτε για να σώσει ένα σχολείο ούτε ένα νοσοκομείο σ’ αυτήν την πόλη.
Γύρισα χωρίς ούτε μια βαλίτσα. Τα παράτησα όλα και έφυγα. Άλλη μια μετακόμιση αλλά αυτή τη φορά από απόσταση. Τηλε-μετακόμιση. Έκανα μια λίστα με ό,τι είχα πολύτιμο εκεί πάνω, στο κλουβί μου. Όλα τα βιβλία, όλες τις φωτοτυπίες, τους λογαριασμούς, τα ρούχα, τα cd , τις αφίσες, τα αναμνηστικά. Έκανα ολόκληρα σχεδιαγράμματα για το που βρίσκεται τι και ποιο ταιριάζει με τι μέσα στις κούτες. Η σχολαστικότητα μου εκείνης της χρονιάς βοήθησε επιτέλους σε κάτι. Δύο από τους δικούς μου πήγαν εκεί αντί για μένα, ακολούθησαν της οδηγίες τηλεμεταφοράς και μου έφεραν τα πάντα. Ένα μεταπτυχιακό σε κούτες.
Τελικά πάντως δεν πέθανα. Μου πήρε περίπου ένα χρόνο και σιγά σιγά ανάρρωσα. Άρχισα να βγαίνω από το σπίτι να κινούμαι προσεκτικά σε συγκεκριμένες ζώνες και συγκεκριμένες ώρες και τελικά την έβγαλα καθαρή. Αγάπησα το Ρίο. Όσο το έβριζα τότε, μετά από εκείνη την δύσκολη προσγείωση από την Αθήνα, τόσο παραδεισένιο μου φαινόταν μετά το Λονδίνο. Οι άνθρωποι είναι παράξενα πλάσματα. Πρέπει όμως να το ξεκαθαρίσω. Ήταν χειμώνας. Και το χειμώνα το Ρίο μπορεί και να αντέχεται. Βρήκαμε ένα μπαρ που με έσωσε. Ήταν ένα μπαρ δίπλα στο κύμα που το ήξεραν μόνο οι τύποι της γειτονιάς. Είχε αδιάφορη εως ανύπαρκτη μουσική αλλά η ποιότητα της μουσικής δεν με πείραζε τότε. Είχε απλά ησυχία και λίγο κόσμο. Έβρεχε, φυσούσε, με τον αέρα που έχει μόνο το Ρίο, γινόταν σχεδόν κατακλυσμός αλλά πηγαίναμε εκεί πέρα πολύ συνωμοτικά βλέποντας τον κατακλυσμό πίσω από τη τζαμαρία και πίνοντας φανταστικά καθαρά και πάμφθηνα ποτά.
Στην Πάτρα δεν τολμούσα να πλησιάσω. Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να το τολμήσω. Αλλά πήγα. Μέχρι και για καφέ, Σάββατο πρωί, στον πεζόδρομο με τις καφετέριες και όλο το ξανθό τοπίο. Το άντεξα. Βγήκα και βράδυ σε μπαρ με πολύ κόσμο και χάλια μουσική – όχι αδιάφορη σαν το μπαρ του χωριού-πραγματικά χάλια, από αυτήν που αν άκουγα κάποτε θα πυροβολούσα κατάκαρδα το ηχείο – και άντεξα ξανά. Το πήρα σχεδόν απόφαση πως θα μπορούσα να ζήσω μια ήσυχη ζωή στο Ρίο. Δοκίμασα να πάω ακόμα και σε συναυλία. Είχα να δοκιμάσω την τύχη μου από την εποχή της Cancelled αφίσας.
Δεν τα πήγα και πολύ καλύτερα. Η δοκιμή απέτυχε. Το συγκρότημα ήταν από τα αγαπημένα μου, ήμουν εκεί μπροστά, όπως παλιά, αλλά συνέβαινε κάτι παράδοξο. Ένιωθα σαν να μου έχουν βιδώσει το κεφάλι λάθος. Ή στους άλλους τελοσπάντων. Όλοι εκεί γύρω είχαν γυρίσει πλάτη στη σκηνή, είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και μιλούσαν δυνατά μπροστά στα μούτρα του ανθρώπου που προσπαθούσε να τραγουδήσει. Είναι παράξενη αυτή η πόλη. Πρόσφατα έμαθα πως ο Marc Almond, στην μέση μιας συναυλίας, φώναξε στο πατραϊκό κοινό “shut the fuck up” δηλαδή «βγάλτε το σκασμό» και δεν ξέρω αν αυτό είναι πέρα για πέρα αλήθεια, αλλά από προσωπική πείρα το θεωρώ πιθανό. Παραλίγο να το φωνάξω.
Πέρασε περίπου ένας χρόνος και ενώ στην αρχή νόμιζα πως προσαρμόζομαι, σιγά σιγά άρχισα να αναπροσαρμόζομαι. Πρόσεχα πράγματα που είχα ξεχάσει πως πρόσεχα κάποτε. Άρχισε να με ενοχλεί η αδιάφορη μουσική και να μην υποφέρω την ανυπόφορη, άρχισα να κάνω παρατηρήσεις στους ανθρώπους που μιλούσαν στο σινεμά, και κατάλαβα πως άρχισα να αναρρώνω εντελώς όταν τόλμησα να ξαναφήσω το Ρίο. Άρχισα να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα με την παραμικρή αφορμή, να μένω σε σπίτια φίλων και να τους φορτώνομαι συχνότερα από το κανονικό. Έζησα κάμποσο σε ένα διαρκές πηγαινε-έλα μέχρι που αποφάσισα να αθετήσω όλους τους προσωπικούς μου όρκους και να ξαναμετακομίσω. Αλλά αυτήν την κούτα, εδώ στη μέση, δεν μπορώ ούτε να την ακουμπήσω. Πόσο μάλλον να τη σύρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου