Η Θάλεια δεν είχε λόγο να μην τον πιστέψει ούτε βέβαια και λόγο να τον πιστέψει.
Δεν ήξερε καν το όνομα του. Αρνούνταν να της το πει. Τον είχε γνωρίσει στο διαδίκτυο και έπιασε κουβέντα μαζί του επειδή της άρεσε το όνομα του. Το ψεύτικο όνομα του. Τζέιμυ Τάιρον, κάτι της θύμιζε. Δεν της το αποκάλυψε, αλλά κάποια στιγμή το θυμήθηκε μόνη της. Ήταν ένας από τους δύο γιους, πρωταγωνιστές στο «Το μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο'Νηλ. Φοβερό έργο. Πως το είχε ξεχάσει; Ο Τζέιμυ ήταν ο μεγάλος γιος, ο κυνικός.
«Εκείνος που είχε πρόβλημα με το αλκοόλ» της είχε πει μια φίλη της με σκοπό κάπως να την τρομάξει. Όμως όλοι είχαν πρόβλημα με το ποτό σε εκείνο το έργο. Η Θάλεια δεν έδωσε σημασία. Εντυπωσιάστηκε απλά με έναν άγνωστο που της συστήθηκε με ένα δανεικό μυθιστορηματικό όνομα.
Ο πραγματικός Τζέιμυ, ή τελοσπάντων αυτός του Ο'Νηλ, δεν είχε τελειώσει το κολλέγιο, τον είχαν διώξει άρων άρων. Ο δικός της Τζέιμυ δεν είχε τελειώσει ούτε καν το γυμνάσιο. Το παράτησε μόνος του της είπε. Αυτό στην Θάλεια είχε ακουστεί πιο εντυπωσιακό κι από πλοκή του Ευγένιου Ο’Νηλ. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο Τζέιμυ είχε διαβάσει ένα κάρο βιβλία -τα «σωστά βιβλία»- παρότι ήταν αυτό που η μάνα της θα έλεγε απλά και μονολεκτικά «αμόρφωτος». Για την Θάλεια ήταν ιδανικά φτιαγμένος για ήρωας βιβλίου.
«Μην παραμυθιάζεσαι» της έλεγε. «Δεν έχω διαβάσει όσο νομίζεις και κυρίως δεν έχω διαβάσει όσο εσύ».
Η Θάλεια πλησίαζε τα τριάντα και σπούδαζε ακόμα. Είχε στο βιογραφικό της ένα πτυχίο φιλολογίας, ένα μεταπτυχιακό στις πολιτισμικές σπουδές και εκείνη την εποχή όδευε προς την απόκτηση ενός ακόμα πτυχίου στην Ιστορία. Δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο πέρα απ’ το να διαβάζει, να γράφει και να περνάει εξετάσεις. Είχε εγκλωβιστεί σε ένα μαθητικό πρότυπο από το οποίο δεν μπορούσε βγει. «Τουλάχιστον δεν θα πεθάνω αμόρφωτη», έλεγε και γέλαγε με τα –από μια άποψη- χάλια της. Παρότι κοντά στα τριάντα δεν είχε δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή της.
Αν υπολόγιζε σωστά τα μεροκάματα του Τζέιμυ, εκείνος όπου να’ναι θα δικαιούνταν να βγει στη σύνταξη. Ο Τζέιμυ ήταν μάλλον στην ίδια ηλικία. «Μάλλον», γιατί ούτε αυτό της το είχε πει, παρότι τον είχε ρωτήσει επίμονα αρκετές φορές. Τον πίεζε για αυτήν την εξακρίβωση στοιχείων, παίζοντας πότε τον καλό και πότε τον κακό μπάτσο, αλλά δεν είχε καταφέρει και τίποτα. Της έλεγε μια ωραία ιστορία από αυτές που μόνο ένας άνθρωπος που έχει ζήσει τη ζωή του μπορούσε να πει, και εκείνη σταματούσε την ανάκριση. Και σταμάτησε για τα καλά όταν μια φορά τον είδε να αγριεύει. Από τότε δεν ξανα-ανακίνησε το πρόβλημα. «Τι θες τώρα; Να δεις ταυτότητα; Ρωτάς κάτι πράγματα σαν να με ανακρίνεις. Όνομα, ηλικία, διεύθυνση. Καλά δεν μιλάμε χωρίς αυτά; Τι θες;» Η Θάλεια δεν ήξερε ακριβώς τι ήθελε αλλά σίγουρα δεν ήθελε να ρισκάρει και να τον κάνει να εξαφανιστεί ξαφνικά στην διαδικτυακή θάλασσα από όπου τον είχε ψαρέψει.
«Που πας να μπλέξεις με έναν άγνωστο που δεν θέλει καν να σου πει ποιος είναι;»
Η φίλη της που είχε αναλάβει το χρέος του να την προσγειώνει της έκανε ερωτήσεις ρουτίνας.
«Μου λέει άλλα πράγματα, πιο σημαντικά από ένα όνομα», είχε απαντήσει η Θάλεια με ένα στομφώδες ύφος και μια ψεύτικη δόση σιγουριάς και θάρρους.
Κατά βάθος φοβόταν που δεν ήξερε ποιο είναι το όνομα του, το επώνυμο του, που μένει και πότε γεννήθηκε.
Έκανε δικές της εκτιμήσεις που βασίζονταν στο βιογραφικό του και στο πόσες ζάρες έκανε όταν γελούσε γύρω από τα μάτια. Υπολόγιζε πως το πολύ να είχαν δύο τρία χρόνια διαφορά. Είχε δουλέψει σε ένα θείο του ξυλουργό όταν παράτησε το σχολείο, σε οικοδομή, τούβλα, μπετά, πλακάκια και ηλεκτρολογικά, σε μπαρ και σε πρακτορείο προ-πο.
Η μέτρηση των ρυτίδων έκφρασης ήταν πιο δύσκολη δουλειά. Αυτή η μέθοδος υπολογισμού της ηλικίας είχε αποδειχτεί αναξιόπιστη γιατί ο Τζέιμυ δεν γελούσε συχνά, ήταν από αυτούς τους ελαφρά θλιμμένους τύπους. Επιπλέον, ούτε καν τον έβλεπε συχνά για να έχει μια καλή στατιστική. Είχαν βρεθεί πέντε-έξι φορές όλες κι όλες και αυτές στα σκοτάδια. Τις μεγαλύτερες ιστορίες τους τις αντάλλασσαν γραπτώς. Λογικά πάντως, θα πρέπει να ήταν λίγο μικρότερος γιατί οι κακουχίες και ο ήλιος γερνούν πρόωρα τον άνθρωπο, κι αν έχεις δουλέψει τόσα χρόνια σε οικοδομή δεν μπορεί να έχεις το ίδιο τρυφερό δέρμα με κάποιον που είναι όλη μέρα κλεισμένος σε μια βιβλιοθήκη. Οι ρινοπαρειακές αύλακες και το μεσόφρυδο ήταν έντονα χαραγμένα στο πρόσωπο του και η Θάλεια τα πρόσεχε αυτά γιατί ήταν μια γυναίκα μόνη, κοντά στα τριάντα. Όσο κι αν οι άντρες της ζωής της ήταν κυρίως μυθιστορηματικοί ήρωες, ανησυχούσε για την πραγματική της εικόνα και για τις ρυτίδες της που πλήθαιναν και μονιμοποιούνταν. Μπορεί να ήταν ακόμα φοιτήτρια αλλά παιδάκι δεν ήταν. Και μπορεί να πλάσαρε με άνεση το στυλ της κουλτουριάρας που συχνάζει στα Εξάρχεια και δεν βάφεται ούτε για αστείο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως κάθε πρωί δεν κοιτούσε με ανησυχία τις γραμμές έκφρασης στο πρόσωπο της που γίνονταν ολοένα και πιο βαθιές.
Ο Τζέιμυ, πέρα από τις ρυτίδες, ήταν διακοσμημένος και με τρία χαρακτηριστικά σημάδια. Ένα στο φρύδι, σαν παλιά χαρακιά, και δύο άλλα στο κεφάλι, δίπλα από το αυτί. Δύο γραμμές που η Θάλεια άργησε να προσέξει γιατί δεν έβγαζε και ποτέ το σκούφο του. Ήταν κάπως σαν ναυτικός. Ή σαν να κρύβεται. Τον σκούφο τον έβγαζε σπάνια, μάλλον όταν ένιωθε να τραβάει περισσότερο από όσο ήθελε τα βλέμματα. Το σημάδι στο φρύδι πάντως άρεσε πολύ στη Θάλεια. Πάντα πίστευε πως προσέθετε μια κάποια ιστορία σε μια αντρική φάτσα. Πολλά μοντέλα κατασκευάζουν ένα τέτοιο σημάδι ξυρίζοντας το φρύδι τους. Έτσι είχε διαβάσει σε κάποιο περιοδικό, σίγουρα όχι από αυτά που έβρισκε στις βιβλιοθήκες. Του Τζέιμυ το σημάδι τουλάχιστον ήταν αυθεντικό. Οι γραμμές στο κεφάλι πάνω στις οποίες δεν μπορούσαν πια να φυτρώσουν μαλλιά, σχημάτιζαν κάτι σαν ανεστραμμένο αγγλικό ερωτηματικό που ακολουθούσε την καμπύλη του αυτιού. Ο τύπος ήταν φουλ στα ερωτηματικά.
«Λες να είχε χτυπήσει στο κεφάλι, να είχε πάθει αμνησία και γι’ αυτό να μη θυμάται ποιος είναι, πως τον λένε και που μένει;» Η ίδια φίλη μετακινούνταν από την συνέτιση στην διακωμώδηση της ιστορίας μήπως και ελαφρύνει το κλίμα.
Όμως η ιστορία ήταν πιο πολύπλοκη και τα σημάδια του Τζέιμυ πιο πολλά. Είχε και μια δυσκολία στο να κουνάει το αριστερό του χέρι. Τα δάχτυλα δηλαδή. Η Θάλεια το πρόσεξε όταν πήγε να ανοίξει τη μπύρα του. Δεν μπορούσε να τη σφίξει καλά και να την κρατήσει σταθερή. Τον είχε βοηθήσει συγκινημένη. Της είχε πει πως αυτό ήταν κληρονομιά από τη δουλειά. Ως ηλεκτρολόγος, σε κάποιο από τα σπίτια στα οποία είχε δουλέψει, τον είχε χτυπήσει το ρεύμα. Παραλίγο να πεθάνει. Τη γλίτωσε με μια μέτρια αναπηρία στο αριστερό του χέρι. Σ’ αυτό το σπίτι της είπε πως βρήκε το βιβλίο του Ο’Νηλ. Και το έκλεψε.
Χάζευε τη βιβλιοθήκη του σπιτιού, ένας ολόκληρος κόσμος στοιβαγμένος σε ράφια, και του έκανε εντύπωση ο τίτλος. Από όλα τα εκατοντάδες βιβλία σε εκείνο το σπίτι, τον μαγνήτισε το «Ταξίδι της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα». «Το μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα», έτσι το ήξερε η Θάλεια, αλλά όπως και να έχει ήταν το ίδιο βιβλίο. Ο Τζέιμυ το έβγαλε κρυφά από το ράφι και το έχωσε στην τσέπη του μπουφάν του. Μετά από λίγο τον χτύπησε το ρεύμα. Το θεώρησε ως θεία δίκη. Κέρδισε το βιβλίο, έχασε λίγη ευκαμψία στα δάχτυλα. Η μοιρασιά του είχε φανεί δίκαια. Δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να επιστρέψει το βιβλίο ως ένα είδος μετάνοιας. Έκατσε να το διαβάσει το ίδιο κιόλας βράδυ και έμεινε έκθαμβος και συγκινημένος. Κι αυτό κάτι σαν μετάνοια ήταν. Υιοθέτησε το όνομα του Τζέιμυ Τάιρον σαν το δεύτερο βαφτιστικό του όνομα. Κατά βάθος ήθελε να δανειστεί το όνομα της Μαίρυ Τάιρον, της μητέρας του, που είχε κι αυτή πρόβλημα με τα χέρια από τους ρευματισμούς. Αλλά στον κύκλο του θα ήταν λίγο επικίνδυνο να μάθουν ότι ήθελε να τον λένε Μαίρυ. Η Θάλεια είχε γελάσει με αυτό το σχόλιο. Της φάνηκε πολύ παιδικό και αθώο ως χιούμορ. Το Τζείμυ του πήγαινε όντως μια χαρά. «Μη μου πεις πως παίζεις και πιάνο» του είχε πει με μια δόση πειράγματος.
Με το πιάνο είχε πέσει διάνα. Δεν έπαιζε, όχι, αλλά το λάτρευε. Αυτό και αν ήταν άκρων άωτον για την Θάλεια. Ο Τζέιμυ είχε πάθος για την κλασσική μουσική, έπαιζε στα δάχτυλα τον Sibelius και τον Bedřich Smetana, λάτρευε τα κοντσέρτα για πιάνο του Prokofiev και η Μartha Αrgerich ήταν το ιδανικό του σε γυναίκα. Αλλά αυτό που είχε διαλύσει την Θάλεια ήταν το πώς είχε αποκτήσει όλες αυτές τις μουσικές γνώσεις. Είχε γνωρίσει λέει, σε ένα μπαρ, έναν τύπο άνεργο και χωρισμένο που στην προ χωρισμού ζωή του ήταν πιανίστας. Μεταξύ ουισκιών, κρασιών και μπίρας είχαν εκμυστηρευτεί ο ένας στον άλλο τις δυστυχίες τους και τις μεγάλες τους αγάπες. Ο πιανίστας αγαπούσε την πρώην γυναίκα του και τη μουσική αλλά στο σπίτι είχε ξεμείνει μόνος με το πιάνο. Ο Τζέιμυ του είπε πως από μικρός ζήλευε όσους ήξεραν πιάνο αλλά ντρεπόταν να ζητήσει από τη μητέρα του να γραφτεί σε ωδείο. Εξάλλου πιθανότατα να παραήταν ακριβό χόμπυ για το βαλάντιο τους. Ο πιανίστας του πρότεινε να του κάνει μαθήματα αλλά με μια ματιά στο κουτσουρεμένο του χέρι πείστηκε να μην επιμείνει. Έκαναν όμως την εξής παρανοϊκή συμφωνία. Να τον πληρώνει απλά για να τον ακούει να παίζει, όχι για να μάθει. Αν αυτό το σενάριο ήταν κλεμμένο από ταινία η Θάλεια δεν το ήξερε. Της έφτανε ίσως το ότι ο Τζέιμυ είχε ένα καλό κριτήριο για το τι είναι καλή ιστορία. Και ας μην είναι αληθινή. Έκοψαν λοιπόν τις βόλτες στο μπαρ και όταν ο Τζέιμυ τέλειωνε από τη δουλειά πήγαινε στο σπίτι του πιανίστα. Η συμφωνία ήταν για μια ώρα. Μερικές φορές ο πιανίστας έπαιζε και για περισσότερο χωρίς όμως ποτέ να ζητήσει παραπάνω χρήματα. Ο Τζέιμυ καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα δίπλα του και έβλεπε το πέταγμα τον δαχτύλων του και την ταχύτητα με την οποία γύριζε τις σελίδες χωρίς να χάνει το ρυθμό. Ο Sibelius ήταν ο αγαπημένος συνθέτης του πιανίστα και έγινε και ο αγαπημένος του Τζέιμυ. Το σπίτι ήταν τεράστιο και άδειο μετά το χωρισμό. Τόσο άδειο που το πιάνο αντηχούσε στους τέσσερις τοίχους. Ο πιανίστας εκνευριζόταν. Έλεγε στον Τζέιμυ πως ένιωθε σαν ο Sibelius να τον κοροϊδεύει επαναλαμβάνοντας αυτά που έπαιζε. Ο Τζέιμυ δεν ήταν σίγουρος πως ξεχώριζε την ηχώ. Αντιθέτως, του άρεσε το άδειο σπίτι γιατί δεν είχε και πολλά πράγματα να χαζέψει από την θέση του στην κουνιστή πολυθρόνα και έτσι βυθιζόταν περισσότερο στη μουσική. Κάποια στιγμή είχε μπει στον πειρασμό να κλέψει και δεύτερο βιβλίο στη ζωή του κι ας μην ήξερε να διαβάζει νότες, μόνο και μόνο για να έχει κάτι μαζί του από εκείνη την εμπειρία. Τελικά όμως το Valse Triste Opus 44 του Sibelius από τις εκδόσεις Breitkopf & Härtel τη γλίτωσε και μαζί και το δεξί του χέρι που λειτουργούσε τουλάχιστον καλά. Ο Τζέιμυ δεν μπορούσε να προφέρει το «Breitkopf & Härtel» αλλά ήξερε καλά από τον προσωπικό του πιανίστα πως ήταν ο πιο παλιός μουσικός εκδοτικός οίκος.
«Το ξέρεις ότι ο Sibelius είναι συνδεδεμένος με τον Φινλανδικό Εθνικισμό και ότι γενικά προς το τέλος τους 19ου αιώνα η άνοδος του Εθνικισμού άρχισε να αντανακλάται έντονα στη μουσική;». Η φίλη της που είχε αναλάβει το χρέος της επαναφοράς στην πραγματικότητα ήταν συμφοιτήτρια της, Ιστορικός.
Η Θάλεια την έβρισκε υπερβολική. «η Μουσική είναι μουσική» της είπε.
«Και ο Smetana είναι εκπρόσωπος του Ρομαντικού Εθνικισμού πάντως».
«Τι θες να πεις τελοσπάντων;»
Ήθελε να πει πως η Θάλεια στην ιστορία αυτή έκλεινε τα μάτια και τα αυτιά σε ένα σωρό περίεργα πράγματα. Σε ένα σωρό σημάδια στο κεφάλι, στην ψυχή, ένα σωρό ύποπτους φόβους και φοβίες του.
«Τα σημάδια στο κεφάλι μου είχε πει πως είναι επειδή είχε πλακωθεί στο ξύλο μια φορά που ήταν μεθυσμένος».
«Και είναι λίγο το να είναι μεθυσμένος σε βαθμό που να παίζει ξύλο; Και το αμάξι του γιατί του το έσπασαν;»
«Τι σχέση έχει αυτό τώρα;»
Μπορεί και να μην είχε, αλλά ο Τζέιμυ πέρα από ιστορίες με ξύλο και ποτό είχε και ιστορίες με ξύλο και γήπεδο. Αυτά η Θάλεια όντως έτεινε να τα ξεχνάει.
Μία από τις φορές που είχαν βρεθεί, στο τέλος της βραδιάς, πριν αποχαιρετιστούν, του πρότεινε να τον πάει μέχρι το αμάξι του που της είχε πει πως το είχε παρκάρει κάπου εκεί κοντά. Εκείνος δυσανασχέτησε αλλά εκείνη επέμεινε ευγενικά αφενός γιατί ήταν ευγενικό κορίτσι, αφετέρου γιατί ήταν ρομαντικό κορίτσι και ήλπιζε η βραδιά τους να παραταθεί και ο Τζέιμυ να της προτείνει κανένα μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα με το αυτοκίνητο. Όταν έφτασαν με τα χίλια παρακάλια στην παρκαρισμένη σακαράκα του, η Θάλεια είδε πως το τζάμι στην πλευρά του συνοδηγού έλειπε και αντί αυτού ο Τζέιμυ είχε κολλήσει προσεκτικά με πολλές μονωτικές ταινίες ένα διάφανο πλαστικό. Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό της ήταν η κοινοτοπία πως το καημένο το παιδί δεν είχε καν τα λεφτά για να πάει στο συνεργείο. Στην αμηχανία της στιγμής τον ρώτησε πως έγινε η ζημιά και κατά βάθος ούτε που περίμενε απάντηση. Είχε συνηθίσει να μένει με ερωτήσεις αναπάντητες. Ο Τζέιμυ μιλούσε μόνο για αυτά που ήθελε όχι για αυτά που τον ρωτούσε. Αυτή τη φορά όμως απάντησε «μου το σπάσανε» και η Θάλεια δεν έχασε χρόνο. Με μια τέτοια δήλωσε έπαιρνε αυτομάτως το δικαίωμα για νέο γύρο ερωτήσεων. «Ποιοι; Πότε; Γιατί;» Και εκεί στη μέση του δρόμου, αντί για πρόταση για νυχτερινή βόλτα η Θάλεια έμαθε πως ο Τζέιμυ είχε «εχθρούς», ανθρώπους που είχε γνωρίσει πριν χρόνια στα γήπεδα όταν ήταν «στη φάση» αλλά με τους οποίους τώρα είχε ξεκόψει. Η Θάλεια είχε συγκινηθεί με αυτήν την έκρηξη ειλικρίνειας, όσο και αν είχε τρομάξει. Τουλάχιστον το είχε παραδεχτεί, δεν της κρυβόταν. Της μίλησε, της απάντησε. Είχε περάσει πολλά χρονιά της ζωής του στα γήπεδα. Όμως όχι πια. Έτσι είχε πει.
«Χούλιγκαν δηλαδή. Και που το ξέρεις ‘όχι πια’;»
Δεν το ήξερε. Ήθελε απλά να το πιστέψει. Πως τα γήπεδα και το ξύλο ήταν πριν αρχίσουν να πέφτουν στα χέρια του τα βιβλία, και πως αυτά τον άλλαξαν και είδε το φως το αληθινό και έγινε από ρεμάλι του δρόμου ένας ανεξάρτητος κουλτουριάρης. Σενάριο σαπουνόπερας. Εκτός από τη φίλη της μέχρι και εκείνος προσπαθούσε να την προσγειώσει. «Μακάρι να ήμουνα κουλτουριάρης αλλά δεν είμαι. Είμαι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι εσύ» της έλεγε. «Εσύ έχεις παιδεία, είσαι από καλή και ευκατάστατη οικογένεια. Θέλω να πω πως βρέθηκες και μεγάλωσες στη μέση του δάσους και έγινες ένα μεγάλο δέντρο. Είναι καλό αυτό γιατί αξιοποίησες το εύφορο έδαφος και προχώρησες. Έφτασες ως τον Ευγένιο ο’Νηλ και ποιος ξέρει που αλλού. Δεν σου έλειπαν τα φράγκα, απ’όσο έχω καταλάβει. Θα μπορούσες κάλλιστα να μην έχεις σπουδάσει όμως το έκανες. Εγώ δεν έχω παιδεία μέσα μου. Με αφήσανε μόνο μου να ψάχνομαι από δω κι από κει. Τα βιβλία σε σένα είμαι σίγουρος πως ήρθαν όλα, πώς να στο πω, με τη σωστή σειρά. Σε μένα ήρθαν τυχαία. Τυχαία γνώρισα τον Τζέιμυ Τάιρον».
«Όταν δεν έχεις διαβάσει πολύ ταυτίζεσαι με το πρώτο βιβλίο που θα πέσει στα χέρια σου», επέμενε η Ιστορικός συνεχίζοντας τις απόπειρες προσγείωσης.
Η Θάλεια όμως τον έβρισκε ευαίσθητο, μια κατατρεγμένη ψυχή. Την συγκινούσε που μίλαγε έτσι άγαρμπα ποιητικά για δάση και δέντρα, και που παρότι είχε όλες τις προδιαγραφές να μείνει κολλημένος στα γήπεδα και τους σκυλοκαυγάδες, εκείνος αναζητούσε τις μουσικές και τα μυθιστορήματα. Και ειδικά τους σκυλοκαυγάδες στην κυριολεξία δεν τους άντεχε. Ο Τζέιμυ είχε μια μεγάλη αδυναμία στα σκυλιά και όταν περπατούσαν μαζί στο δρόμο πάντα χάιδευε τα αδέσποτα χωρίς να φοβάται ή να σιχαίνεται. Της είχε διηγηθεί και άλλη μια ωραία δραματική ιστορία, χωρίς αίσιο τέλος, για ένα ντόπερμαν που αγαπούσε πολύ. Το ντόπερμαν ήταν ενός γείτονα που το εκπαίδευε για κυνομαχίες. Ο κάφρος έβγαζε λεφτά σακατεύοντας άλλα σκυλιά και διακινδυνεύοντας να σακατέψει και το δικό του. Ο Τζέιμυ είχε αδυναμία σε εκείνο το σκύλο και προσπαθούσε να του δίνει την αγάπη που του άξιζε. Περιποιούνταν τις πληγές του από τις μάχες κρυφά και τον χάιδευε όταν το αφεντικό έλειπε. Είχαν μεταξύ τους κάτι σαν συνομωσία. Όταν μετά από έναν αγώνα ο σκύλος ήταν σε μαύρο χάλι, το έσκασε από τη μάντρα του γείτονα, πήγε έξω από την εξώπορτα του Τζέιμυ, ξάπλωσε στο χαλάκι που σκουπίζουν τα πόδια και πέθανε εκεί. Είχε κοντά δέκα χρόνια αφεντικό τον άλλο και πήγε και πέθανε έξω από την πόρτα του Τζέιμυ. Του παραδόθηκε.
Τα δύο κορίτσια είχαν συγκινηθεί από την ιστορία. Και εκείνες ήταν πολύ ευαίσθητες με το θέμα κυνομαχίες. Από την μία ήταν εκείνη η ταινία του Iñárritu, το «Αmores perros», και από την άλλη η γειτονιά τους. Στην πλατεία των Εξαρχείων σύχναζαν τελευταία κάτι τύποι πολύ σιχαμένοι που έβαζαν τα σκυλιά τους να τσακώνονται. Είχε ακουστεί πως κάποιος τους είχε δει να τα βγάζουν από ένα φορτηγό.
«Γιατί όλος αυτός ο υπόκοσμος έχει μανία με τα ντόπερμαν;»
«Δεν ξέρω πραγματικά. Τα καημένα τα σκυλιά. Λες ο γείτονας του Τζέιμυ να ήταν κανένας από αυτούς της πλατείας; Λες για αυτό να μην έρχεται στα Εξάρχεια;».
«Τι εννοείς δεν έρχεται στα Εξάρχεια;»
Σ’ αυτήν την ερώτηση η Θάλεια δαγκώθηκε. Αυτό δεν το είχε πει στη φίλη της. Ο Τζέιμυ της είχε δηλώσει πως δεν πατάει πια το πόδι του σ’αυτή τη γειτονιά. Δεν της είχε δώσει εξηγήσεις. Απλά τη μία φορά που του ζήτησε να περάσει να την πάρει και να πάνε κάπου εκεί κοντά, εκείνος είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. «Τόσα ωραία μέρη υπάρχουν για να βγούμε» της είχε πει. Η Θάλεια φαντάστηκε στην αρχή ότι τον ενοχλεί η βρώμα και η δυσωδία. Όταν έμαθε για τις πρώην γηπεδικές του εμπειρίες σκέφτηκε ότι μπορεί να μην ήθελε να πετύχει κανέναν από αυτούς από το σύνδεσμο της ΑΕΚ που είχαν κατσικωθεί στη γειτονιά. Με τις κυνομαχίες είχε βρει άλλη μία δικαιολογία. Ίσως να απέφευγε όλη αυτή τη μαφία με τα σκυλιά.
«Μου έχει πει ότι δεν του αρέσει η γειτονιά, γι’αυτό». Η Θάλεια, αντίθετα από το Τζέιμυ, όταν την ρωτούσαν το οτιδήποτε, ένιωθε υποχρεωμένη να απαντήσει. Ακόμα και αν ήξερε πως θα ξεστόμιζε ψέμα.
«Και τελοσπάντων, που είναι σήμερα ο λεγάμενος; Δεν θα ‘γιορτάσετε’ με τους ερωτευμένους;»
«Πρώτον σου έχω πει πως δεν ξέρω αν είμαι ερωτευμένη και δεύτερον είναι στη Γερμανία. Θα πήγαινε να δει εκείνο το φίλο του»
«Που γνώρισε πάλι σε έναν καυγά. Αυτό το παιδί έχει μπλέξει μου φαίνεται σε πιο πολλούς καυγάδες από όσο ο γάτος της γειτονιάς».
Η Θάλεια όμως, και σε αυτήν την περίπτωση, δεν της είχε πει όλη την ιστορία. Αυτήν ειδικά την είχε κρύψει καλά. Φοβόταν να την μοιραστεί. Ο Τζέιμυ είχε όντως γνωρίσει το Γερμανό σε έναν καυγά. Αλλά δεν ήταν ένας απλός καυγάς σε ένα μπαρ. Ένα καλοκαίρι πριν χρόνια ο Γερμανός ήταν με μια γερμανίδα διακοπές σε κάποιο ελληνικό νησί. Στο ίδιο νησί ήταν και ο Τζέιμυ, όχι όμως για διακοπές. Δούλευε στο μπαρ ενός ξενοδοχείου. Ένα βράδυ μετά τη δουλειά ο Τζέιμυ πέτυχε τυχαία σε μια ερημιά το ζευγάρι γερμανών περιτριγυρισμένο από ένα επιθετικό τσούρμο. Το τσούρμο λέει τους έβριζε άγρια, σε στυλ «φύγετε από εδώ παλιό γερμαναράδες, ναζί» και κάτι τέτοια. Ο Τζέιμυ δεν γνωρίζε το γερμανό ούτε την κοπέλα του. Αυθόρμητα αποφάσισε να παρέμβει και να ηρεμήσει τα πνεύματα, λέγοντας στο μπουλούκι να αφήσει ήσυχο το ζευγάρι, ότι δεν είναι σωστό αφού είναι οι δυο τους ενώ αυτοί δέκα-δεκαπέντε άνθρωποι, και διάφορα άλλα που στη Θάλεια φάνηκαν σχετικά λογικά. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ο καυγάς να πάρει τεράστιες διαστάσεις αν και η Θάλεια δεν είχε καταλάβει ακριβώς το πώς και το γιατί. Το πλήθος πάντως είχε εξαγριωθεί κι άλλο και τους έσπασε στο ξύλο και τους τρεις. Η κοπέλα κάπως τη γλίτωσε αν και ο Τζέιμυ είπε, σοκάροντας σε απελπιστικό βαθμό τη Θάλεια, πως είδε κάποιον από το τσούρμο να κατουράει πάνω της μέσα στο γενικότερο χαμό. Η ιστορία μετά παρουσίαζε ένα μεγάλο κενό και ξανάρχιζε την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο του νησιού, με τον Τζέιμυ και τον Γερμανό σε διπλανά κρεβάτια και με σπασμένα πόδια, χέρια, κεφάλια, πλευρά. Ο γερμανός είπε στον Τζέιμυ ότι μετά τα χθεσινοβραδινά τον θεωρεί αδερφό του, ότι το σπίτι του είναι και σπίτι του Τζέιμυ και ότι όποτε θέλει μπορεί να πηγαίνει στην Γερμανία να τον φιλοξενεί. Ο Γερμανός έμενε στη Δρέσδη.
Στη Δρέσδη, στις 14 Φεβρουαρίου, την ημέρα των ερωτευμένων, γίνεται κάθε χρόνο και η μεγαλύτερη πορεία νεοναζί στη Γερμανία, στη μνήμη των 25.000 αμάχων που σκοτώθηκαν κατά τον βομβαρδισμό της πόλης. Αλλά αυτό η Θάλεια θα το μάθαινε μόνο την επόμενη μέρα. Εκείνη τη χρονιά, έξι χιλιάδες ακροδεξιοί είχαν μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους με αφορμή τη συμπλήρωση 65 χρόνων από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης από τους συμμάχους. Διπλάσιος αριθμός Γερμανών πολιτών, εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, συνδικαλιστικών οργανώσεων και εκκλησιών συγκεντρώθηκαν επίσης στους δρόμους της πόλης αντιδρώντας στην πορεία των νεοναζί. Οι συγκρούσεις που σημειώθηκαν μεταξύ της αστυνομίας και των αντι-διαδηλωτών ήταν εκτεταμένες. Η αστυνομία προχώρησε σε δεκάδες συλλήψεις, ενώ αρκετοί αστυνομικοί τραυματίστηκαν από πέτρες και μπουκάλια που έριχναν τα μέλη αριστερών οργανώσεων, οι οποίοι και ανέτρεψαν δύο λεωφορεία της αστυνομίας. Μια τρίτη ομάδα πραγματοποίησε ειρηνική πορεία στη μνήμη των 25.000 αθώων θυμάτων.
Αυτά διάβασε η Θάλεια στις εφημερίδες της 15ης Φεβρουαρίου και η πρώτη ανακλαστική κίνηση που έκανε ήταν να δει αν η πόρτα του διαμερίσματος της ήταν κλειδωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου