Την πρώτη φορά που είδα το όνομα Khemiri ήταν όταν το Systrarna ήταν υποψηφιο για το Augustpriset το 2023. Δεν το πήρε, αλλά δεν ήξερα ότι ο ίδιος συγγραφέας είχε πάρει παλιότερα το ίδιο βραβείο για το Allt jag inte minns (Everything I Don't Remember), το 2015.
Και λίγο πιο πριν, το 2012 όταν ο Khemiri άλλαξε εκδοτικό οίκο και πήγε από τον Norstedts στον Albert Bonniers, το τελευταίο του βιβλιο, το Jag ringer mina bröder (I Call My Brothers) δεν δηλώθηκε για συμμετοχή στο βραβείο λόγω ενός «ασυγχώρητου λάθους»: Ο οίκος Albert Bonniers ξέχασε να δηλώσει το βιβλίο και απλά έχασε την προθεσμία. Ζήτησαν βέβαια γραπτώς συγγνώμη από τον Khemiri και δήλωσαν ότι παρόλα αυτά είναι πολύ περήφανοι για το βιβλίο.
Αλλά τώρα είμαστε στο 2024, ίσως Άυγουστος.
Έχω αρχίσει να ακούω βιβλία περισσότερο από το να διαβάζω, και δεν θυμάμαι πως και γιατί, ίσως ήταν κάποια συζήτηση με συναδέλφους, ή με επισκέπτες στη βιβλιοθήκη; δεν θυμάμαι αλλά λέω θα δοκιμάσω τον Khemiri, ας το πιάσω από την αρχή, με το πρώτο του βιβλίο, το Ett öga rött (One Eye Red). Ταίριαζε και με την περιρέουσα ατμόσφαιρα. Δουλεύω στην Gottsunda ένα προάστιο της Uppsala με κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις για να το θέσουμε κομψά. In da ghetto, αν θες να κάνεις εφφε. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας έφηβος, ο Halim, που ψάχνει να βρει τη θέση του στον κόσμο. Τον κόσμο των μεταναστών ή μάλλον των παιδιών μεταναστών. Ο Halim έχει την αυτοπεποίθηση ότι έχει καταλάβει τα πάντα για το άνωθεν οργανωμένο σχέδιο ένταξης και σουηδικοποίησης. Έχει καταλάβει και τον πατέρα του, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τον “Αγώνα” και νοιάζεται μόνο για τη σημασία του να μιλάς σωστά σουηδικά. Σε όλα τα βιβλία του αυτή η σχέση γλώσσας και εξουσίας είναι παρούσα. Και ο Halim τα ξέρει υποτίθεται όλα, και πάει από το ένα λάθος στο άλλο, είναι μια φιγούρα τραγική, φτιαγμένη από τη ζωή για να μπει σε βιβλίο.
Για κάποιον που δουλεύει στην Gottsunda είναι σαν να μπαίνεις πίσω από την αυλαία, να αρχίζεις να νιώθεις τι γίνεται εκεί έξω, έξω από τον προστατευμένο χώρο της βιβλιοθήκης, εκεί που η έννοια της αφομοίωσης, της σύγκρουσης πολιτισμών, του μίσους, του αγώνα, του φόβου κάνουν κάθε συζήτηση και σκέψη για το τι είναι σωστό και τι λάθος τόσο δύσκολη, που το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Καλά που υπάρχει η λογοτεχνία που τα λέει πάντα καλύτερα από μας. Ωρες ώρες απορώ πως έχει πάρει τόσα βραβεία έτσι που τα λέει έξω από τα δόντια για το ρατσισμό και με την ανάλυση του για την σουηδική κοινωνία. Τα λέει, μετά τα λέει αλλιώς, σου δίνει χίλια πρίσματα και χίλιες αντανακλάσεις από όλες τις πλευρές για το τι είναι ρατσισμός, τι είναι να είσαι μετανάστης, να μην είσαι μετανάστης, να θες να ενταχθείς, να μη θες να ενταχθείς, να μη νιώθεις ότι χρειάζεσαι να ενταχθείς, να νιώθεις κατώτερος, ανώτερος, ίσος, αδιάφορος, δεν υπάρχει απόχρωση του τι σημαίνει να είσαι ο “άλλος” που να μην ζωγραφίζει. Δεν υπάρχει συναίσθημα που να μην έχεις νιώσει αν είσαι άπατρις, κοσμοπολίτης, ξένος, ο “άλλος” μέσα στην ίδια σου τη χώρα ή σε κάποια άλλη, δεν έχει σημασία, που να μην βρεις εκεί στις σελιδίτσες του.
Μπήκα λοιπόν στον κόσμο του Jonas Hassen Khemiri με τη φωνή του Hamad Khemiri που έμαθα μετά ότι είναι αδερφός του και ηθοποιός. Και εκεί στα φόρουμ βιβλίων και φιλαναγνωσίας, έλεγαν κι άλλοι, ότι ναι, είναι πολύ ωραίος αφηγητής ο αδερφός. Συμφωνούσα. Του είχα βάλει ήδη καρδούλα στο app, για την αφηγηση του. Κοίταξα λοιπόν και το Systrarna, το τελευταιο του βιβλίο, αυτό με τον οποίο είχα μάθει την ύπαρξη του. Ήταν καμιά 700αριά σελίδες. Πάλι αφήγηση από τον αδερφό. Το άρχισα. Καπου εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι με έχει χτυπήσει πετριά. Ότι έχω πάθει εθισμό, ότι πριν καν φτάσω στη μέση του βιβλίου φοβόμουν ότι θα τελειώσει. Ότι βρήκα την αδελφή ψυχή μου, ότι με έναν άνθρωπο με σουηδο/τυνησιο background, ζούσα ζωές παράλληλες, ότι γιορτάζαμε μαζί το millenium στην Κοπενγχάγη σε εκείνο το παλαβό πάρτυ, ότι ήμασταν μαζί στη Νέα Υόρκη, ότι ήμασταν στην ίδια ομιλία του Ζizek στο ICA sτο Λονδίνο, ότι βλέπαμε μαζί Yo mtv raps και NBA όταν ήμασταν 13, και ότι ήμασταν στις ίδιες συναυλίες hip hop στη Στοκχόλμη, πχ στον Nas στο Berns, το 2013.
Όμως όχι, με τον Jonas δεν ήμασταν καν συμμαθητές, έχουμε δυο χρόνια διαφορά, είναι δυο χρόνια μικρότερος μου. Αλλά δεν έχει σημασία, είναι σαν να ήταν στην ίδια παρέα, σαν να σπούδασε αρχιτετονική στην Αθήνα όταν η θεωρία και η εγγυημένη ανεργία ήταν πιο cool από μια σίγουρη δουλειά. Είναι ένας σουηδός, άραβας, γάλλος, τυνήσιος, ένας κοσμοπολίτης μέσα στα σουηδικά γκέτο μεταναστευτών, ένας που αναρωτιέμαι αν έχω πετύχει στην Gottsunda. Είναι ο άνθρωπος από την άλλη άκρη της Ευρωπης που πέρασε μαζί μου τα 90’s.
Δεν ήταν -ί-σ-ω-ς- στον Nas εκείνη τη μέρα, ήταν όμως ο άνθρωπος που πήρε συνέντευξη από τον Nas για τη μεγαλύτερη σουηδική εφημερίδα. Το γράφω αυτό και ανατριχιάζω, γιατί ναι, τα βιβλία του είναι γεμάτα από hiphop αλλά δεν ξέρω τι με έκανε τώρα μόλις να ψάξω να βρω έτσι στα τυφλά μια σχέση του Nas με τον Khemiri και πέφτω πάνω σε μια συνεντευξιάρα του 2008. Στα παρασκήνια μιας συναυλίας στην Πράγα, όχι στο Berns το 2013, αλλά τι σημασία έχει, η σύμπτωση αυτή με χτύπησε κατακέφαλα.
JHK: Θέλω να ξεκινήσω λέγοντάς σου ότι δεν είμαι πραγματικός δημοσιογράφος. Είμαι συγγραφέας και είμαι εδώ επειδή έχεις εμπνεύσει τη γραφή μου. Τα τραγούδια σου με έχουν συνοδεύσει σε όλη μου τη ζωή.
Όταν ακούω τους στίχους σου και ακούω πράγματα όπως "begin like a violin, end like Leviathan", νιώθω ότι αυτή η φράση γράφτηκε για μένα. Κανέναν άλλον. Σκέφτεσαι ποτέ ότι κάποιοι ακροατές δεν καταλαβαίνουν τους στίχους σου;
Nas: Δεν μπορείς ποτέ να εξηγήσεις αρκετά. Πάντα θα υπάρχει κάποιος εκεί έξω που θα σε παρεξηγήσει. Όταν προσπαθείς να εξηγηθείς, τις περισσότερες φορές καταλήγεις να κάνεις τα πράγματα χειρότερα. Πρέπει απλώς να συνεχίζεις να γράφεις και να αφήνεις τα πράγματα να συμβούν, πιστεύοντας ότι κάποιος εκεί έξω θα καταλάβει. Το να καταλάβουν όλοι δεν ήταν ποτέ ο στόχος μου.
Ναι, begin like a violin, end like Leviathan. Έτσι νιωθεις όταν τον διαβάζεις. Διαβάζεις, διαβάζεις, βολεύεσαι, νανουρίζεσαι, ξεχνιέσαι. Για ώρες. Για σελίδες. Αφήνεσαι στη μελωδία των περιγραφών του. Δεν γίνονται και πολλά αλλά είναι υπέροχο όπως τα λέει και σου φτάνει. Και διαβάζεις και ακούς και δεν σε νοιάζει, δεν περιμένεις τίποτα, αλλά εκείνο έρχεται, έρχεται και σε δαγκώνει. Μπορεί να είναι στη μέση του βιβλίου, μπορεί στο τέλος, αλλά έρχεται. Και σε αρπάζει. Βουρκώνεις. Και καταλαβαίνεις γιατί συνέχιζες να διαβάζεις υπνωτισμένος και γιατί θα συνεχίσεις να διαβάζεις μέχρι να μην έχει μείνει λεξούλα του που να μην ρουφήξεις. Τις σημειώσεις του για τα ψώνια, τα σημειώματα στο ψυγείο, όλα. Όπως έλεγε και η ωραία ταυτολογία του Compagnon λογοτεχνία είναι κάτι που γράφουν οι συγγραφείς, «οτιδήποτε έγραψαν μεγάλοι συγγραφείς (αλληλογραφία, ακόμα και σημειώσεις του καθαριστηρίου) ανήκει στη λογοτεχνία».
Kαι τώρα που τελείωσα όλα τα μυθιστορήματα του τι θα κάνω? Τώρα που όλοι του οι ήρωες είναι σαν να έχουν γνωριστεί μεταξύ τους, και όλα τα βιβλία να έχουν γίνει ένα μεγάλο fluxus από το Khemirικό σύμπαν. Όπου όλα έχουν γίνει ένα, ή κάθε χαρακτήρας έχει χίλιες πλευρές, και το κάθε βιβλίο βοηθά να δεις αλλιώς και τα υπόλοιπα.
Πρέπει να γραψει κι άλλα. Έτσι του είπε και ο Nas όταν υπέγραψε το εξωφυλλο του Illmatic “To Jonas. Don't stop writing”. Και αυτό δεν είναι τόσο απλό και κοινότοπο όσο ακούγεται. Όταν ο Jonas φανταζόταν την συνέντευξη, πώς θα είναι, πού θα είναι, τί θα λένε, έτσι το είχε σκεφτεί, ότι ο Nas θα έπαιρνε το παλιό του βινύλιο και θα έγραφε κάτι του τύπου: "Στον Jonas. Μην σταματήσεις να γράφεις”. Και έτσι έγινε.
Και κάπως έτσι άρχισα να σκαλίζω το site του και να ψάχνω για έξτρα υλικό, και κάτι βρήκα. Κάτι νουβέλες, που όμως τις διαβάζε ο ίδιος. Και εκεί που είχα ταυτίσει τα βιβλία του με τη φωνή του αδερφού του, ξαφνικά τα κείμενα απέκτησαν κι άλλη φωνή. Όχι έτσι κουλ, και παιχνιδιάρικη και λιγο χιουμοριστική σαν του Hamad, αλλά μια άλλη φωνή, πιο ευαίσθητη, πιο κοντά στον άνθρωπο που φανταζόμουν ότι ξέρω, και πως θα γίνει τώρα να κάτσει να διαβάσει ο ίδιος όλα τα βιβλία από την αρχή με τον δικό του τρόπο; Ή πως θα βρω χρόνο να ξαναδιαβάσω όλα τα βιβλία από την αρχή, τα χάρτινα βιβλιαράκια που παρείγγειλα για να σημειώνω πάνω, όπως έκανα παλιά, τότε σε εκείνη την άλλη ζωή, και να τα ανοίγω και να τα ξαναανοίγω μέχρι να τα μάθω απ’εξω, όπως το είχα πάθει αυτό μόνο μια φορά ξανα με τον Taibo. Από τότε είχε να με πιάσει τέτοιο σοκ με συγγραφέα, και ποιος θα το περίμενε να το πάθω σε μια γλώσσα άλλη. Αλλά τα σουηδικά του δεν είναι μια γλώσσα άλλη, είναι η γλώσσα μας, εμάς που ήμασταν σαν συνομίληκοι συνταξιδιώτες στο χρόνο και στον κόσμο. Και πως γίνεται να μην έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και πως θα γίνει να προλάβω, να είναι δικό μου αυτό το πρότζεκτ ζωής. Δεν θα προλάβω, το ξέρω, αλλά ακόμα κι έτσι μπορώ να ονειρεύομαι ότι κάποτε θα βρω εκείνο το χρόνο και θα το κάνω, ακόμα κι αν έρθω δεύτερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου