Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Μία και δέκα

* Η εικόνα (όχι το εξώφυλλο) είναι από τους Territorial Agency και το project North Anon.

Ήμουν κλεισμένη με κορώνα τις τελευταίες μέρες και το μόνο που έκανα ήταν να ακούω βιβλία. Βιβλιοθηκάριος γαρ, άκουγα μόνο παιδικά βιβλία, να είμαι ενημερωμένη και έτοιμη για βιβλιοπροτάσεις. Συνήθως ακούω αρχή/μέση/τέλος απλά για να έχω μια εικόνα και να σκοτώνω πολλά βιβλία τη φορά. Πολλή σαβούρα κυκλοφορεί, πολλή μανιέρα, πολλή κατά παραγγελία παραγωγή, οπότε δεν με νοιάζει και πολύ που δε τα τελειώνω. Είναι μερικά όμως τα άτιμα που δεν τα αφήνεις. Έχεις κλείσει ένα διωρο να ακούς και δεν κατάλαβες πως πέρασε. Augustpriset σου λέει. Δεν είναι ό,τι κι ό,τι.
Ann-Helén Laestadius, Tio över ett, δηλαδή Μία και δέκα. 
Μία και δέκα όχι το μεσημέρι. Μία και δέκα μετά τα μεσάνυχτα. Και τί δουλειά έχει η ώρα αυτή αφού το βιβλίο είναι παιδικό ή σωστότερα εφηβικό; Η ηρωίδα του βιβλίου, η Μάγια, βάζει το ξυπνητήρι κάθε βράδυ στις μία και δέκα γιατί εκείνη την ώρα είναι που γίνονται οι εκρήξεις της εξόρυξης και το σπίτι τρέμει.

Η Μάγια μένει στην Κίρουνα την εποχή που η πόλη είναι έτοιμη να μετακομίσει. Να γκρεμιστεί και να φτιαχτεί μια νέα παραδίπλα. Φοβερό σχέδιο αν το ακούς απ’έξω, μια πόλη μετακομίζει, τι κάνουν οι άτιμοι, πω πω, φοβερό. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Ούτε για τη Μάγια, ούτε για πολλούς. Η Μάγια ζει με κρίσεις πανικού από το φόβο ότι η πόλη θα καταρεύσει πριν προλάβουν να μετακομίσουν. Βάζει το ξυπνητήρι -έχει πάντα μια βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι με τα απαραίτητα- και είναι έτοιμη να προσπαθήσει να σώσει τους υπόλοιπους της οικογένειας αν έρθει εκείνη η στιγμή που οι δονήσεις γίνουν μοιραίες. Κάθε βράδυ καταγράφει στο κινητό τις σκέψεις και τους φόβους της και αφήνει τεκμήρια για τα σωστικά συνεργεία αν φτάσουν πολύ αργά. 
Ζει μέσα στο άγχος και την αγωνία γιατί δεν αντέχει την ιδέα να χαθεί η πόλη στην οποία μεγάλωσε και όπου φτιάχτηκαν όλες της οι αναμνήσεις. Δεν είναι λίγο πράγμα να κατεδαφίζουν το παρελθόν σου. Να εξαφανίζουν την πόλη σου. Πόσο μάλλον όταν είσαι έφηβος. 

Ευτυχώς, μέσα σ’ολα, η Μάγια είναι ερωτευμένη και ο έρωτας σώζει. Και ο έρωτας είναι διεθνής. Οι εξομολογήσεις μιας ερωτοχτυπημένης έφηβης στην κολητή της και οι συζητήσεις τους ήταν σαν μια κόπια των συζητήσεων μας με την Έλλη όταν ήμασταν 14. Κίρουνα 2018 - Ρίο Πάτρας 1991, το ίδιο και το αυτό. Εξεφτελιστικές περιγραφές ερωτοχτυπήματος σα βγαλμένου από καψουροτράγουδο όχι όμως του παθιασμένου νότιου ταμπεραμέντου, αλλά του εξίσου παθιασμένου παγωμένου βορά. Όχι απλά βορά, αρκτικού κύκλου. Το ίδιο και το αυτό. Πως το λέγαμε παλιά; Την έχει πατήσει τελείως μαζί του. Είναι τελείως πατημένη. 
Η Μάγια δεν ξενυχτάει μόνο γιατί τρέμει για το ορυχείο. Ξενυχτάει γιατί κάνει διπλοβάρδιες. Διάβαζει κάθε βράδυ μέσα στη νύχτα τις 500 σελίδες της αυτοβιογραφίας του Zlatan γιατί άρεσε στον λεγάμενο, και μετά άλλες τόσες σελίδες για τον Messi ή για τον Börje Salming. 

Και κάπως έτσι άρχισα να κοιτάω δρομολόγια τρένων (θέλει 16 ώρες να φτάσεις στην Κίρουνα με το νυχτερινό τρένο). Να ξαναδιαβάζω για τους Σαάμι και τους αιώνες καταπίεσης και καταναγκαστικής “πολιτιστικής αφομοίωσης”. Καλά τα έλεγε η Laestadius στο βιβλίο, για το πώς ακόμα κοροιδεύουν τη γλώσσα τους, για το ότι κάποιοι με θράσσος μπορούν να λένε πως τα Meänkieli δεν είναι καν γλώσσα, παρότι έχουν αναγνωριστεί ως μια από τις πέντε επίσημες μειονοτικές γλώσσες της Σουηδίας. 
Να ξαναγίνομαι αρχιτέκτονας. Να μπαίνω στο ArkDes για να δω την virtual έκθεση Kiruna Forever και να αγοράζω όσο όσο τον εξαντλημένο και εξαφανισμένο κατάλογο. Την έκθεση όχι για την μετακόμιση της πόλης. Για τον μετασχηματισμό; Για τη μετάλλαξη; Πάντως η λέξη μετακόμιση είναι πολύ ουδέτερη για να περιγράψει αυτό το πράγμα που γίνεται εκεί, στο μεγαλύτερο ορυχείο σιδήρου στον κόσμο. Απ’ όπου λέει βγαίνουν καθημερινά έξι πύργοι του Άιφελ σε σίδηρο για να μεταφερθούν σε όλον τον κόσμο. Σε ένα ορυχείο όπου εργάτες δουλεύουν σχεδόν 1,5 χιλιόμετρο κάτω από τη γη. Σε μια πόλη που φτιάχτηκε για τους εργάτες, σε μια πόλη όπου δεν υπάρχει οικογένεια που τουλάχιστον ένας να μην δουλεύει στο ορυχείο. Γιατί αλλιώς γιατί να πας να μείνει στο ψύχος και το σκοτάδι; Η καρδιά της Σουηδίας χτυπάει στο ορυχείο, το ορυχείο βγάζει το χρήμα για τα λεφτά που πέφτουν στη Στοκχόλμη, το ορυχείο κινεί τη σουηδική οικονομία. Μετά τη μεγάλη δίμηνη απεργια των μεταλλιωρύχων το 1969 οι εργάτες του ορυχείου άλλαξαν τα εργατικά δικαιώματα για πάντα, για όλους. Ακόμα και σήμερα το σωματείο των μεταλλιωρύχων είναι το πρώτο που συζητά για τις ετήσιες μισθολογικές αυξήσεις - φόρος τιμής στον αγώνα τους. Οι εργάτες στην Κίρουνα δουλεύουν τρεις βδομαδες από τις τέσσερις για να μπορούν να αντέξουν. Και για να μη φύγουν. Γιατί τότε, τι; 


Στο παλιό δημαρχείο της πόλης είχαν συγκεντρωθεί στη μεγάλη απεργία. Σε ένα κτίριο του Artur von Schmalensee που το 1964 πήρε το μεγαλύτερο σουηδικό αρχιτεκτονικό βραβείο, το Kasper Salin-pris, ως το πιο όμορφο δημόσιο κτίριο της Σουηδίας. Και αυτό το κτίριο, πάει, γκρεμίστηκε. Το πρότζεκτ The last light (2018) του Erik Lefvander ήταν η τελευταία φωτογράφιση του κτιρίου πριν πεθάνει. Είχαν πλέον πάρει όλα τα πρόσθετα αντικείμενα και έπιπλα που είχε φορτωθεί με τα χρόνια, και είχε μείνει άδειο, μόνο με τα αρχικά έπιπλα σχεδιασμένα από τον αρχιτέκτονα, σαν μόλις να είχε φτιαχτεί. Μόνο που μόλις θα γκρεμιζόταν. Ο αγαπημένος Ralph Erskine επίσης είχε αγαπήσει την Κίρουνα, είχε σχεδιάσει και χτίσει το μακρύ φίδι, το ormen lången, ένα τείχος/συγκρότημα κατοικιών που αγκάλιαζει την πόλη, την προστάτευε από το βορά και την άνοιγε στο νότο. Πάει κι αυτό. Κατεδαφίστηκε. 

Θα πάω στην Κίρουνα. Δεν ξέρω πότε, αλλά θα πάω. Να δω ό,τι προλάβω από την παλιά, και ό,τι υπάρχει από την καινούρια. Να δω την τρύπα. Να φανταστώ τη Μάγια να περπατάει στους δρόμους και να μην κρυώνει γιατί σκέφτεται τον Άλμπιν. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου