Τελευταία έχω κολλήσει άσχημα με τον Clark.
-Τι θες να ακούσουμε?
-Το Iradelphic.
-Πάλι?
-Πάλι.
Ανοίγω τον υπολογιστή το πρωί και πέφτω πάνω στο ΒlackStone. Σκέτο πιάνο.
Ανοίγω το inbox μου, μου έχει στείλει το καινούριο prefuse. Piano Overlord για την ακρίβεια. Ακούω το reception, είναι τέλειο.
Πηγαίνουμε για καφέ σε ένα ωραίο μαγαζάκι κοντά στο ποτάμι. Είναι σαν από άλλο αιώνα, με μια παλιά ωραία βιτρίνα με γλυκά, παλιούς καναπέδες, βαριά ξύλινα τραπέζια. Ακούγεται Chopin.
-Ξέρεις, κάποτε το έπαιζα απέξω αυτό, απέξω κι ανακατωτά.
Μ’αρέσει ο Chopin. Τα νυχτερινά.. Τα βαλς. Κάποτε έπαιζα πιάνο. Κάποτε.
Μ’αρέσει το πιάνο. Εγώ μπορεί να μην του άρεσα πολύ αλλά εμένα μου άρεσε. Ήταν μια περίεργη σχέση δέκα χρόνων. Δεν ήμουν ταλέντο στο πιάνο. Δεν υπήρξα ποτέ. Αλλά δεν το παρατούσα. Δεν έγινα ποτέ από εκείνα τα παιδιά που παίζουν ό,τι κομμάτι τους ζητήσεις για να διασκεδάσουν τις οικογενειακές συνευρέσεις. Χωρίς βιβλία δεν μπορούσα να παίξω τίποτα. Διάβαζα και έπαιζα. Όσο περισσότερο μελετούσα τόσο καλύτερα έπαιζα, αλλά ποτέ δεν απελευθερώθηκα από τα βιβλία. Για να μάθω απέξω τα κομμάτια για τις εξετάσεις έπρεπε να περάσουν μήνες επαναλήψεων. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να ακούσω κάτι και να το «βγάλω» στο πιάνο. Ίσως με άπειρες δοκιμές, ίσως..αλλά ένιωθα τόσο μεγάλη ντροπή να δοκιμάζω ένα σωρό άσχετες νότες μπροστά σε ένα κοινό που περίμενε από μένα δεν ξέρω και γω τι, που παραιτήθηκα από κάθε προσπάθεια.
Υπήρχε ένας ιδιόρρυθμος φίλος του πατέρα μου, που δυστυχώς δεν ζει πια, που ερχόταν για επίσκεψη και ήταν το μαρτύριο μου. «Παίξε μου την τάδε σονάτα του Beethoven». Παίξε αυτό, παίξε το άλλο. Βασανιστήριο. Δεν άντεχα να παίζω για άλλους. Περνούσα καλά με το πιάνο μόνο όταν διάβαζα. Και όταν δεν είχα κοινό. Σηκωνόμουν στις 5.00 το πρωί, έκλεινα τις πόρτες από το σαλόνι και διάβαζα μονάχη πριν πάω στο σχολείο. Δεν κατάλαβα και ποτέ πολύ γιατί τα πιάνα μπαίνουν στο σαλόνι.
Μία χρονιά που τα πράγματα από διάβασμα είχαν στριμώξει πολύ, θυμάμαι ήταν στις διακοπές του Πάσχα, και σίγουρα ήταν σε κάποια τάξη του Λυκείου, έγινε το κοσμοϊστορικό γεγονός και πήγαμε το πιάνο στο δωμάτιο μου. Προφανώς για να μην πρήζω τους υπόλοιπους με τις ασκήσεις και τις δοκιμές. Συνήθως σε κανέναν δεν αρέσει να ακούει κάποιον να εξασκείται, με τα λάθη, τις επαναλήψεις και όλα. Θέλουν μόνο κάποιον βιρτουόζο να παίζει μεγάλες επιτυχίες με συναίσθημα. Η Τ. είχε κάνει πιάνο κανά δυο χρόνια. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα αλλά είχε αυτό που λένε «άνεση». Είχε μάθει δυο-τρία γλυκερά κομμάτια και τα κότσαρε κάθε τόσο στις οικογενειακές μαζώξεις πατώντας αδιάκοπα το πεντάλ με το αντίστοιχο κούνημα του σώματος μπρος-πίσω και τα μαλλιά «όσα παίρνει ο άνεμος». Στους άσχετους αρέσει το πεντάλ. Δίνει ένα εφφέ στον ήχο άκρως στομφώδες και φυσικά κρύβει και ένα σωρό λάθη. Το μισούσα αυτό το πράγμα, το να κρατάς το πεντάλ πατημένο όλη την ώρα για εντυπωσιασμό και να μπουκώνεις το κομμάτι. Ο Beethoven ήξερε που το έβαζε. Δεν θέλει και πολύ μυαλό για να κάνεις αυτό που σου λέει.-Τι θες να ακούσουμε?
-Το Iradelphic.
-Πάλι?
-Πάλι.
Ανοίγω τον υπολογιστή το πρωί και πέφτω πάνω στο ΒlackStone. Σκέτο πιάνο.
Ανοίγω το inbox μου, μου έχει στείλει το καινούριο prefuse. Piano Overlord για την ακρίβεια. Ακούω το reception, είναι τέλειο.
Πηγαίνουμε για καφέ σε ένα ωραίο μαγαζάκι κοντά στο ποτάμι. Είναι σαν από άλλο αιώνα, με μια παλιά ωραία βιτρίνα με γλυκά, παλιούς καναπέδες, βαριά ξύλινα τραπέζια. Ακούγεται Chopin.
-Ξέρεις, κάποτε το έπαιζα απέξω αυτό, απέξω κι ανακατωτά.
Μ’αρέσει ο Chopin. Τα νυχτερινά.. Τα βαλς. Κάποτε έπαιζα πιάνο. Κάποτε.
Μ’αρέσει το πιάνο. Εγώ μπορεί να μην του άρεσα πολύ αλλά εμένα μου άρεσε. Ήταν μια περίεργη σχέση δέκα χρόνων. Δεν ήμουν ταλέντο στο πιάνο. Δεν υπήρξα ποτέ. Αλλά δεν το παρατούσα. Δεν έγινα ποτέ από εκείνα τα παιδιά που παίζουν ό,τι κομμάτι τους ζητήσεις για να διασκεδάσουν τις οικογενειακές συνευρέσεις. Χωρίς βιβλία δεν μπορούσα να παίξω τίποτα. Διάβαζα και έπαιζα. Όσο περισσότερο μελετούσα τόσο καλύτερα έπαιζα, αλλά ποτέ δεν απελευθερώθηκα από τα βιβλία. Για να μάθω απέξω τα κομμάτια για τις εξετάσεις έπρεπε να περάσουν μήνες επαναλήψεων. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να ακούσω κάτι και να το «βγάλω» στο πιάνο. Ίσως με άπειρες δοκιμές, ίσως..αλλά ένιωθα τόσο μεγάλη ντροπή να δοκιμάζω ένα σωρό άσχετες νότες μπροστά σε ένα κοινό που περίμενε από μένα δεν ξέρω και γω τι, που παραιτήθηκα από κάθε προσπάθεια.
Υπήρχε ένας ιδιόρρυθμος φίλος του πατέρα μου, που δυστυχώς δεν ζει πια, που ερχόταν για επίσκεψη και ήταν το μαρτύριο μου. «Παίξε μου την τάδε σονάτα του Beethoven». Παίξε αυτό, παίξε το άλλο. Βασανιστήριο. Δεν άντεχα να παίζω για άλλους. Περνούσα καλά με το πιάνο μόνο όταν διάβαζα. Και όταν δεν είχα κοινό. Σηκωνόμουν στις 5.00 το πρωί, έκλεινα τις πόρτες από το σαλόνι και διάβαζα μονάχη πριν πάω στο σχολείο. Δεν κατάλαβα και ποτέ πολύ γιατί τα πιάνα μπαίνουν στο σαλόνι.
Τέλοσπάντων, εκείνο το πάσχα ήρθε το πιάνο στο δωμάτιο μου και μείναμε οι δυο μας πρώτη φορά μετά από περίπου οκτώ χρόνια σχέση. Και εκεί περάσαμε οι δυο μας σε άλλη διάσταση. Ήταν μια εποχή που διάβαζα από τα νυχτερινά του Chopin και αγάπησα τον Chopin μια για πάντα. Δεν είχα ιδέα τότε ότι ακούγεται παντού και είναι το απόλυτο mainstream soundtrack σε ταινίες. Και δεν με νοιάζει κιόλας. Ο Chopin είχε τις πιο τέλεια θλιμμένες μελωδίες στο κεφάλι του. Και ήταν ο λόγος που άρχισα να νιώθω με το πιάνο μια κάποια αυτοπεποίθηση. Να παίζω και αυτό που παίζω να σημαίνει κάτι για μένα και να νιώθω ότι μπορώ να το κάνω πολύ καλά επειδή το αγαπώ και το καταλαβαίνω περισσότερο από τους άλλους.
Από θεωρία μουσικής πάλι υστερούσα, στο dicteé πχ δεν τα πήγα ποτέ καλά. Αναγνώριζα τις αποστάσεις κάπως αλλά αν δεν μου έδινες έστω την πρώτη νότα δεν μπορούσα να γράψω τίποτα. Αυτό που λένε «αυτί» δεν το είχα. Αυτό μάλλον είναι ταλέντο και όχι δουλειά. Δεν ξέρω. Πάντως η απογοήτευση μου ήταν τέτοια που δεν είχα καν όρεξη να το δουλέψω. Τα πήγαινα καλά με την αρμονία που μου φαινόταν pure μαθηματικά, σαν να λύνω εξισώσεις. Κατά βάθος δεν είχα ιδέα για το πώς ακούγεται αυτό που έγραφα, ήμουν όμως σίγουρη ότι θα ακούγεται σωστά γιατί ακολουθούσα όλους τους κανόνες τους οποίους τότε ήξερα απ’έξω κι ανακατωτά. Πολύ μου άρεσε η αρμονία. Και όταν είχα αρχίσει να βαριέμαι με τους κανόνες, άρχισα να κάνω και κανά κόλπο με επιλεγμένα λαθάκια για να ακουστεί και κάτι πιο περίεργο. Με τα χρόνια κατάλαβα πως τα ωραία κομμάτια, αυτά που σου μένουν, είναι εκεί που γίνονται τα ωραία «λαθάκια» στην αρμονία. Και έμαθα να αγαπώ πολύ περισσότερο τις ελάσσονες κλίμακες από τις μείζονες. Οι ελάσσονες ξέρουν μόνο τι θα πει θλίψη: τόνος-ημιτόνιο-δυο τόνοι-ημιτόνιο-τριημιτόνιο-ημιτόνιο.
Αυτό που δεν έχω γράψει όμως τόση ώρα μετά από ένα τέτοιο κατεβατό είναι ότι πίσω από κάθε αγάπη υπάρχει συνήθως και ένας δάσκαλος. Η δικιά μου δασκάλα του πιάνου ήταν ο ομορφότερη γυναίκα στην Πάτρα. Αν με ρωτήσετε, θα έλεγα πως ήταν η ομορφότερη γυναίκα που έχω δει γενικώς στη ζωή μου. Η πιο κομψή και πιο σαγηνευτική γυναίκα, από αυτές που ενώ νομίζεις ότι είναι κατασκευάσματα του χόλυγουντ, υπάρχουν στ’αλήθεια και κυκλοφορούν μερικές φορές ανάμεσα μας. Φυσικά τους ταιριάζει γάντι το να παίζουν πιάνο.
Η δασκάλα μου τότε θα πρέπει να ήταν 35-40 χρονών.. Για σκέψου.. σχεδόν όσο είμαι εγώ τώρα. Δεν ήταν πάνω από 1.60, πράγμα που πήγαινε γάντι στα δικά μου πρότυπα, αλλά όταν περνούσε γύριζαν όλοι το κεφάλι να την κοιτάξουν. Φορούσε πάντα ψηλοτάκουνες γόβες, με τέτοια άνεση λες και περπατούσε με nike air.
Είχε μακριά σκούρα μαλλιά που τα άφηνε ελεύθερα και τα έβαφε σε μια διακριτική απόχρωση του κόκκινου. Όταν άρχισα να μπλέκω με την κόκκινες χέννες και βαφές από την ηλικία των 15, αυτή ήταν η αιτία. Και το ότι ακόμα σ’αυτό το χρώμα έχω μείνει ξεχνώντας το πώς θα ήμουν στο φυσικό μου. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο και είχε πολύ μικρές φακιδίτσες. Σαν να ήταν φυσική κοκκινομάλλα. Ντυνόταν πάντα στην τρίχα και ήταν ο ορισμός της κομψότητας. Εντάξει προφανώς ήταν πλούσια, αλλά ήξερε τι να κάνει με τα λεφτά της. Δεν θα ξεχάσω τις φορές που είχαμε «επιδείξεις» που σημαίνει πως παρουσιαζόταν με πιο επίσημο ένδυμα. Φορέματα κλειστά μπροστά που όμως άφηναν πίσω γυμνή την πλάτη. Άλλο ένα ενδυματολογικο στοιχείο που με στιγμάτισε: οι ανοιχτές πλάτες ως απείρως πιο σέξυ από τα ντεκολτέ. Απείρως πιο κομψά και μυστήρια σέξυ.
Δεν το έπαιζε μοιραία και μιλούσε πολύ και για τα πάντα. Η πολυλογία της στο τηλέφωνο ήταν ομηρική. Μπορεί να είχα μάθημα στις 7.00 και να αρχίζαμε στις 8.00 επειδή κάποιος θα είχε πάρει τηλέφωνο και θα είχε αρχίσει το κουβεντολόι. Είχε εκείνο το ταλέντο να μην μπορείς να τσαντιστείς με τίποτα μαζί της. Εξάλλου εκείνη η ώρα της αναμονής ήταν για μένα η πραγματική ώρα ξεκούρασης της ημέρας. Μπορούσα να μην κάνω τίποτα, χωρίς να φταίω. Ή καθόμουν και διάβαζα τα κομμάτια που δεν είχα προλάβει να προετοιμάσω στο σπίτι. Δεν είχα ιδέα για το πώς με έβλεπε και αν και πόσο με συμπαθούσε. Νομίζω εκτιμούσε τα «καλά παιδιά», αν και ίσως να με έβρισκε λίγο περισσότερο φυτό από όσο πρέπει. Πάντως δεν την πείραζε που έτρωγα τα νύχια μου, αρκεί να μην ήταν γεμάτα αίματα, και μάλλον την τσάντιζαν τα μεγάλα νύχια που ακούγονταν αηδιαστικά πάνω στα πλήκτρα. Όταν είχα μεγαλώσει κάπως και άρχισα να «φτιάχνομαι», νομίζω το πρόσεχε και επιβράβευε τις ενδυματολογικές επιλογές μου που ήταν του γούστου της. Νομίζω δεν με έχει επηρεάσει περισσότερο γυναίκα από εκείνη. Όλη μου η αισθητική ήταν αποτέλεσμα των μαθημάτων κοντά της. Κάποια στιγμή τα «είχαμε φτιάξει» και με το γιο της –δεν έχω ιδέα αν το είχε μάθει- αλλά έτσι κι αλλιώς ήταν μια ιστορία που δεν κράτησε πολύ. Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως και εκείνος ήταν ταλέντο στη μουσική και παρότι μικρό παιδί ασχολιόταν με τη τζαζ και μου έπαιζε αυτοσχεδιασμούς του στο πιάνο από το τηλέφωνο όταν έλειπε η μάνα του από το σπίτι. Η κόρη της της έμοιαζε πολύ και αναρωτιέμαι που και που τι να κάνει και πώς να είναι και αν της μοιάζει ακόμα.
Σταμάτησα το πιάνο βίαια πριν την Τρίτη λυκείου. Ο χημικός στο φροντιστήριο όταν κατάλαβε ότι πέρα από τα μαθήματα δέσμης χάνω χρόνο και για το πιάνο, είχε φρίξει. «Του χρόνου να τα ξεχάσεις αυτά» είχε πει. Μάλλον με φόβισε, μάλλον δεν προλάβαινα, το έκοψα πάντως. Μετά ήρθε η αθήνα, η σχολή, το πιάνο το ξέχασα.
Ένα μεσημέρι του 1998, τότε που γινόταν χαμός με τις καταλήψεις για την επετηρίδα, με πήρε τηλέφωνο η αδερφή μου.
Τα έμαθες τα νέα? Με ρώτησε.
Δύο νέα είχε να μου πει. Το ένα ότι είχαν δείξει στις ειδήσεις τον μόλις λίγων ημερών πρώην μου να τον μπουζουριάζουν οι μπάτσοι σε μια πορεία και το άλλο ότι το αεροπλάνο της air france με προορισμό την Νέα Υόρκη είχε πέσει. Στο αεροπλάνο ήταν η δασκάλα του πιάνου μου που πήγαινε να δει το γιο της που σπούδαζε εκεί μουσική. Αυτό ήθελα να γράψω σήμερα αλλά έκατσα και έγραψα τρεις σελίδες με βλακείες και δεν μπορούσα καν να το πω. Ήταν μεσημέρι σε εκείνο το σκοτεινό διαμέρισμα της οδού Μαυρομιχάλη και καθόμουν στο πάτωμα. Όταν κάθεσαι στο πάτωμα δεν μπορείς να πέσεις στο πάτωμα. Απλά έμεινα εκεί.
Δεν άρχισα να φοβάμαι τα αεροπλάνα τότε. Έπρεπε να έρθει εκείνη η ζόρικη πτήση μετά από δέκα χρόνια για την Νέα Υόρκη για να ξαναγυρίσει στο κεφάλι μου εκείνος ο εφιάλτης.
:)) polu omorfo post
ΑπάντησηΔιαγραφήelassones mono elassones
ευχαριστώ Marion... θλιβερή, πολύ μινόρε ιστορία...
ΑπάντησηΔιαγραφήλοιπόν.. νιώθω πως θα αφιερώσω αρκετό χρόνο εδώ
ΑπάντησηΔιαγραφήγεια σου ταξιδιώτη! πέρασα και θα περνάω και γω από το Bad Dream..!
ΑπάντησηΔιαγραφή